Έως τη στιγμή που οι ταινίες αξιοποιήθηκαν για προπαγανδιστικούς λόγους, αντιμετωπίζονταν μόνο ως μέσο διασκέδασης μαζών, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, χωρίς να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης για το μορφωτικό ή αισθητικό τους προφίλ. Οι διανοούμενοι τις περιφρονούν, μη αναγνωρίζοντάς τους ούτε καν τη δυνατότητα να παράσχουν αυτοτελή απόλαυση. Όσον αφορά στον επικοινωνιακό τους χαρακτήρα, αυτός δεν αναγνωρίστηκε πριν το τέλος της δεκαετίας του ’60, οπότε και βρέθηκαν στο στόχαστρο των μελετητών οι τρόποι παραγωγής, οι πηγές χρηματοδότησης, οι σχέσεις τους με το κράτος και τους νόμους της αγοράς[1].
Κατά τη διάκριση του Fiske, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας μπορούν να χωριστούν σε παραστατικά, αναπαραστατικά και μηχανικά. Ο κινηματογράφος, κατεξοχήν μηχανικό μέσο, αποκτά πρωτεύουσα θέση ανάμεσα στα ιστορικά ΜΜΕ, ενώ ως αναπαραστατικό μέσο, «ονομάζεται έβδομη τέχνη, συνδυάζοντας με μοναδικό τρόπο τους ρόλους του δημοφιλούς επικοινωνιακού μέσου κα του γόνιμου παραγωγού ιδιόμορφων καλλιτεχνικών προϊόντων[2]». Παρά το γεγονός ότι τα δημιουργήματα της τέχνης εμπλέκονταν πάντα με την αγορά, ποτέ δεν είχαμε τόσο βαθιά εμπορευματοποίηση του καλλιτεχνικού προϊόντος ούτε τόσο καθοριστική εξάρτηση από τη χρηματοδότηση του έργου όσο με τον κινηματογράφο. Η διττή φύση του κινηματογράφου, ΜΜΕ και Τέχνη ταυτόχρονα, εξηγεί την εμπορευματική ιδιότητα των ταινιών[3], ιδιότητα που πιθανώς διαφεύγει της στόχευσης των καλλιτεχνών.
Η κινηματογραφική ταινία δεν είναι, κατά τον Sorlin, «καρπός της τύχης, της αδεξιότητας, ή εσκεμμένης πρόθεσης.[…] έχει διοχετευθεί προς ορισμένη κατεύθυνση από τη νοοτροπία των σκηνοθετών, έχει λάβει ορισμένο προσανατολισμό με βάση τις αναμονές και την επάρκεια του κοινού, έχει κατανεμηθεί σύμφωνα με έναν συγκεκριμένο τρόπο σύνταξης[4]»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου