Σημειωματάριο για τον Εμφύλιο και τον Κινηματογράφο

Περιηγηθείτε στις σελίδες του για να βρείτε

- ταινίες που αναφέρονται στον ελληνικό Εμφύλιο (1946-1949)

- κριτικές παρουσιάσεις των ταινιών

- συνεντεύξεις των σκηνοθετών και άρθρα για το έργο τους

- στοιχεία για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, από το 1906 μέχρι σήμερα

- κείμενα για τη σχέση Ιστορίας και Κινηματογράφου

- αναφορές στη διαδικασία παραγωγής μιας ταινίας και τους παράγοντες που διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα


- βιβλιογραφία για τον Εμφύλιο, για τον ελληνικό κινηματογράφο, για την αξιοποίηση των φιλμ μυθοπλασίας ή τεκμηρίωσης στη διδασκαλία της Ιστορίας

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Ελληνικός κινηματογράφος- Κατοχή και Εμφύλιος


Στα χρόνια της Κατοχής, όπως και σε κάθε δύσκολη περίοδο, ο κινηματογράφος χρησιμοποιείται από τους κάθε φορά κυρίαρχους για να αποσπάσει το κοινό από την οδυνηρή πραγματικότητα, προβάλλοντας διασκεδαστικές ταινίες[1]. Στους κινηματογράφους της Αθήνας κυριαρχούν οι γερμανικές ταινίες, μυθοπλασίας ή Επίκαιρα. Φαίνεται, μάλιστα ότι τα τελευταία που προβάλλονται στο Σινεάκ, το Άστυ και το Σινέ Νιους «κόβουν» πολλά περισσότερα εισιτήρια από τις ταινίες μυθοπλασίας[2]. Τα πρώτα χρόνια του πολέμου δεν παράγονται ελληνικές ταινίες. Το 1943 εμφανίζεται η πρώτη παραγωγή του Φ. Φίνου, «Η φωνή της καρδιάς» του Δ. Ιωαννόπουλου, η οποία είχε και εξαιρετική εισπρακτική επιτυχία. Επίσης, γυρίζονται τρεις τουλάχιστον άλλες των οποίων κόπιες δεν έχουν σωθεί, «Η θύελλα πέρασε», «Μάγια η τσιγγάνα» «Δρομάκι του παραδείσου»[3]. Πρόκειται για ταινίες που επικεντρώνονται σε ερωτικά και οικογενειακά δράματα. Ξεχωρίζουν ανάμεσά τους τα «Χειροκροτήματα» του Γ. Τζαβέλα, που και τον έπαινο της κριτικής δέχτηκαν αλλά και εισπρακτική επιτυχία είχαν[4].
Ανάλογα θέματα έχουν και οι παραγωγές ως το 1945, «Ανθοπώλις των Αθηνών» Αντ. Παπαδαντωνάκη, «Διπλή Θυσία» και «Εξόρμησις» του Γ. Χριστοδούλου, «Ραγισμένες καρδιές» του Ορ. Λάσκου, «Βίλα με τα νούφαρα» του Ιωαννόπουλου. Το 1944, ξεκινά η παραγωγή των «Ελληνικών Ζουρνάλ» και «Εικόνες από την Ελλάδα» από τις εταιρείες Νοβακ και Φίνος, που παράλληλα με τα βρετανικά και στη συνέχεια αμερικανικά επίκαιρα ενημερώνουν την Ελλάδα και τον κόσμο για τα εδώ γεγονότα. Παράλληλα με τις αμερικανο-βρετανικές, προβάλλονται με μεγάλη επιτυχία και σοβιετικές ταινίες, αφού ακόμη η ανατολική πλευρά της Ευρώπης αντιμετωπίζεται ως συμμαχική. Για παράδειγμα «Ο Λένιν τον Οκτώβρη» προβαλλόταν για τρεις εβδομάδες στο Ιντεάλ, έκοψε 85.000 εισιτήρια και κατέλαβε τη δεύτερη θέση της περιόδου[5].
Από την επόμενη χρονιά, αρχίζουν να εμφανίζονται ταινίες με θέμα τον πόλεμο και την ηρωική αντίσταση του ελληνικού στρατού: «Αδούλωτοι σκλάβοι» του Β. Παπαμιχάλη, «Καταδρομή στο Αιγαίο» του Μ. Καραγάτση το 1946, «Νύχτα χωρίς ξημέρωμα» και «Η Κρήτη στις φλόγες» του Αντ. Παπαδαντωνάκη, «Οχυρό 27» του Μ. Νόβακ το 1947, «Άννα Ροδίτη» του Μ. Γαζιάδη το 1948[6] κ.α. Σε αυτήν την πρώτη δεκαετία που ακολουθεί τον πόλεμο, οι ταινίες παρουσιάζουν τον ελληνικό στρατό να μάχεται κατά των κατακτητών υπό τις διαταγές του Αρχηγείου της Μ. Ανατολής και τη συνεργασία των Άγγλων, ενώ αποσιωπάται χαρακτηριστικά η συμβολή των αντιστασιακών οργανώσεων και του –χαρακτηρισμένου ως κομμουνιστικού ή αριστερού- στρατού του ΕΛΑΣ. Δε θα μπορούσε να επιτραπεί διαφορετικά, καθώς μετά την Απελευθέρωση από τους Γερμανούς, η χώρα βρίσκεται σε καθεστώς ελέγχου από το βρετανικό στρατό και μετά τα Δεκεμβριανά και τη Συμφωνία της Βάρκιζας, οι αντιστασιακοί τελούν υπό διωγμό κι ο εμφύλιος ήταν απλώς θέμα χρόνου να ξεσπάσει. Εκτός των θεμάτων του, ο κινηματογράφος ενισχύει το κράτος και οικονομικά στον «κατά των συμμοριτών» πόλεμο, τόσο με την υψηλή φορολογία, όσο και με τη διάθεση των εισπράξεων μιας μέρας των αιθουσών της Α΄ προβολής και της Κοκκινιάς -πρόκειται άραγε για «πρόστιμο» στη συνοικία που πήρε το όνομά της από τις πολιτικές επιλογές των κατοίκων της;- υπέρ της «Φανέλας του Στρατιώτου»[7].
Η λογοκρισία κινείται στα πλαίσια που όριζε ο κατοχικός νόμος 1108/ 1942, σύμφωνα με τον οποίο μπορούσε να απαγορευτεί ένα έργο εάν περιλάμβανε στοιχεία «δυνάμενα να επιδράσουν επιβλαβώς εις την νεότητα ή να επιφέρουν διατάραξιν της δημοσίας τάξεως ή δυσφημούν τη χώρα μας από απόψεως εθνικιστικής ή τουριστικής […][8]». Έτσι, όχι μόνο δεν παράγονται ταινίες με τη μη επίσημη αντίληψη της ιστορίας αλλά απαγορεύονται και συμβατικές ιδεολογικά ταινίες στην παραμικρή υποψία για κριτική στάση ή την ελάχιστη αρνητική παρουσίαση του ελληνικού στρατού. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα στην ταινία «Τελευταία αποστολή» του Ν. Τσιφόρου, γυρισμένη από τη Φίνος Φιλμ το 1949, που απαγορεύθηκε με την κατηγορία ότι προσβάλλει το προφίλ του έλληνα αξιωματικού, με αίτημα του Υπουργείου Ασφαλείας και του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Μάλιστα τα δημοσιεύματα του τύπου κατηγορούν τους παραγωγούς και δημιουργούς της ταινίας ως «κομμουνιστική συντροφιά» [9].
Υπό το πρίσμα αυτό αλλά και απαντώντας στην ανάγκη του κόσμου, που βγαίνει από την εμπόλεμη σύρραξη και την Κατοχή, να ανακουφιστεί συναισθηματικά, παράγονται την περίοδο αυτή αρκετά μελοδράματα, «Μαρίνα» του Αλ. Σακελάριου, «Μεγάλη αγάπη» του Γ. Καρύδη, «Μια ζωή ξαναρχίζει» του Κ. Γαζιάδη το 1947, «Χαμένοι άγγελοι» του Ν. Τσιφόρου το 1948, «Μεθύστακας» του Γ. Τζαβέλα το 1950, αλλά και πολλές κωμωδίες. Σε αυτές μπορούν να αναγνωστούν υπονοούμενα που πιθανόν δε θα περνούσαν απαρατήρητα σε άλλες ταινίες. Για παράδειγμα στο «Παπούτσι από τον τόπο σου» του 1946, ο Σακελάριος ειρωνεύεται τη μανία των κοριτσιών να «μπλέκουν με εγγλεζάκια». Η ταινία έρχεται πρώτη, για την περίοδο 1946-47, σε εισπρακτική επιτυχία. Την ακολουθεί η άλλη επιτυχημένη κωμωδία του Σακελάριου «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» το 1948, όπου εν μέσω Εμφυλίου, προβάλλεται η θέση του μέσου Έλληνα ως απογοητευμένου και αποστασιοποιημένου από τα γεγονότα, που αρνείται να πάρει μέρος στη διαμάχη, την οποία δε δείχνει και να κατανοεί, και αναπολεί την εμφάνιση του κοινού εχθρού –των Γερμανών- που θα ξαναενώσει τους Έλληνες.
Ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει εδώ στις ταινίες που γυρίζει το κινηματογραφικό συνεργείο του Δημοκρατικού Στρατού και οι οποίες δεν έχουν εμπορικό σκοπό αλλά κυρίως πολιτικό. Το συνεργείο αποτελείται από τους Μάνο Ζαχαρία, σκηνοθέτη, Γιώργο Σεβαστίκογλου, σεναριογράφο, Αποστόλη Μουσούρη, οπερατέρ και η επεξεργασία των φιλμ πραγματοποιείται σε «φίλες» προς το Δ.Σ. χώρες.  Έχει διασωθεί μια μόνο από αυτές, «Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας», ταινία[10]- απάντηση στην προπαγάνδα του επίσημου κράτους περί «παιδομαζώματος» και στην απομάκρυνση παιδιών από τις οικογένειες αριστερών ανταρτών για να «σωθούν από την κομμουνιστική απειλή» στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης[11]. Προβλήθηκε στις περιοχές που ήλεγχε ο Δ. Σ.
Πλησιάζοντας προς το 1950, οι τρεις μεγάλες πόλεις, Αθήνα, Πειραιάς και Θεσσαλονίκη αριθμούν σχεδόν 180 κινηματογραφικές αίθουσες και άλλες τόσες βρίσκονται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Καταγράφονται 30 γραφεία εισαγωγής και εκμετάλλευσης ταινιών και 9 κινηματογραφικά εργαστήρια. Οι ξένες ταινίες προσελκύουν μεγαλύτερο αριθμό θεατών, ειδικότερα στο κοινό των πόλεων, καθώς στην επαρχία ο αναλφαβητισμός εμποδίζει την παρακολούθηση των υποτίτλων. Επιπλέον, σημαντικός αριθμός θεατών προσέρχεται στις προβολές ταινιών ενημέρωσης, φέρνοντας το Σινεάκ, με αποκλειστικές προβολές Επικαίρων, να βρίσκεται σταθερά στις τρεις πρώτες θέσεις σε αριθμό εισιτηρίων[12]. Οι ταινίες αυτές είτε είναι ελληνικές παραγωγές, κρατικές (Υφυπουργείο Τύπου) ή ιδιωτικές (Νόβακ, Φίνος), είτε προέρχονται από το εξωτερικό.  


[1] Φ. Λαμπρινός,  στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Αθήνα 2003, εφ. Τα Νέα και Ελληνικά Γράμματα, τμ. 7, σελ. 322
[2] Φ. Λαμπρινός, 2003,  ο.π., τμ. 8, σελ.323
[3] Από τον ιστότοπο της Ταινιοθήκης, http://www.tainiothiki.gr/Collection/search/films
[4] Φ. Λαμπρινός, 2003,  ο.π., τμ. 8, σελ. 324
[5] Φ. Λαμπρινός, 2003,  ο.π., τμ. 8, σελ.325, 328
[6] http://www.tainiothiki.gr/Collection/search/films
[7] Φ. Λαμπρινός, 2003,  ο.π., τμ. 8, σελ.328
[8] Γ. Ανδρίτσος, Η Κατοχή και η Αντίσταση στον Ελληνικό Κινηματογράφο, Αθήνα, Αιγόκερως 2004, σελ.20
[9] Φ. Λαμπρινός, 2003,  ο.π., τμ. 8,. σελ.329
[10] Φ. Λαμπρινός, 2003, ο.π., τμ. 8, σελ. 327
[11] http://el.wikipedia.org/wiki/Παιδουπόλεις_της_Φρειδερίκης
[12] Φ. Λαμπρινός, 2003, ο.π., τμ. 8, σελ. 330

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου