Η ιστορία του κινηματογράφου στην Ελλάδα φαίνεται να ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα με προβολές των ταινιών των αδελφών Λιμιέρ σε «δύο λαμπρά ισόγεια μαγαζεία» που διαμορφώθηκαν ειδικά για την προβολή στην πλατεία Κολοκοτρώνη[1]. Την πρώτη κινηματογραφική αίθουσα συναντάμε το 1908 , το 1913 η Αθήνα αριθμεί ήδη 5 αίθουσες. Από το 1910, ιδρύεται και η πρώτη εταιρεία παραγωγής, «Αθήνα Φιλμ» του Σπύρου Δημητρακόπουλου, ηθοποιός ο ίδιος, με παραγωγή κωμωδιών στις οποίες και πρωταγωνιστεί (ως Σπυριντιών). Η πρώτη ελληνική ταινία μυθοπλασίας γυρίζεται το 1915 και βασίζεται στο κωμειδύλλιο Γκόλφω. Χρηματοδοτήθηκε από το Σμυρναίο έμπορο Κώστα Μπαχατώρη ο οποίος σκηνοθέτησε κιόλας μαζί με το φωτογράφο Φίλιππο Μαρτέλι[2].
Γκόλφω, 1915, Κ. Μπαχατώρης
Ακολουθεί κι άλλη εταιρεία παραγωγής, η «Άστυ Φιλμ», ενώ γενικά η παραγωγή ταινιών μυθοπλασίας παραμένει σε χαμηλούς αριθμούς. Οι αίθουσες της πρώτης εικοσαετίας του 20ου αιώνα, προβάλλουν, ήδη ενταγμένες σε σύστημα διανομής, γαλλικές, αμερικανικές και άλλες ταινίες, ενώ αποκλείουν σχεδόν τις ελληνικές που θα ενταχθούν συμπληρωματικά σε προγράμματα βαριετέ και πανηγυριών[3].
Το 1906 γυρίζεται από τους αδελφούς Μανάκια η ταινία «Υφάντρες», το πρώτο ντοκιμαντέρ των Βαλκανίων, όπου καταγράφονται «εκ του φυσικού», με σταθερή κάμερα, γυναίκες στο χωριό των κινηματογραφιστών να υφαίνουν[4]. Συνεχίζουν με άλλες μικρού μήκους ταινίες με θέματα από τη ζωή στην περιοχή της Ηπείρου αλλά και τις «Σκηνές από το Κίνημα των Νεότουρκων», την «Επίσκεψη του Σουλτάνου στη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι το 1911». Παράλληλα, αρχίζουν να γυρίζονται ντοκιμαντέρ επικαίρων. Ξεκινούν με το Ζοζέφ Χεππ και ταινίες για την βασιλική οικογένεια. Στη συνέχεια ο Χεππ, οι Αδελφοί Γαζιάδη και ο Προκοπίου θα ακολουθήσουν τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία, καταγράφοντας σημαντικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας.
Το Υπουργείο Εξωτερικών δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παραγωγή Επικαίρων αλλά και για την προβολή τους, εντός κι εκτός της Ελλάδας για προπαγανδιστικούς λόγους. Έτσι, μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου το 1921, αναλαμβάνει τα έξοδα και τον έλεγχο της παραγωγής τους, δεχόμενο αιτήσεις για την κινηματογράφηση των τεκταινομένων από ιδιώτες, Έλληνες και ξένους οπερατέρ και εταιρείες παραγωγής και διανομής, έναντι αμοιβής. Με την ευρεία προβολή των επικαίρων από άκρη σε άκρη της ελληνικής υπαίθρου και σε κάθε πόλη πραγματοποιείται και η πρώτη επαφή ή και η εξοικείωση μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού με το νέο μέσο[5]. Το έργο και το ενδιαφέρον του κράτους συνεχίζεται και αργότερα, το 1936 το καθεστώς του Μεταξά ιδρύει Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού, που, εκτός των άλλων οργανώνει και κινηματογραφικά συνεργεία, που ακολουθούν το βασιλιά και το δικτάτορα σε κάθε τους έξοδο. Επιπλέον, με αναγκαστικό νόμο του 1937 επιβάλλεται να περιλαμβάνουν οι αίθουσες στο πρόγραμμά τους τα Επίκαιρα που θα τους αποστέλλονται από το Υφυπουργείο Τύπου[6].
Οι Αδελφοί Γαζιάδη θα συνεχίσουν με την παραγωγή ντοκιμαντέρ μέσω της εταιρείας «Νταγκ Φιλμ» που ιδρύουν το 1923, ενώ από το 1927 επεκτείνονται και στις ταινίες μυθοπλασίας. Την περίοδο εκείνη και ως το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, εμφανίζονται και διαλύονται γρήγορα διαφορετικές εταιρείες. Επιβιώνουν για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, οι προαναφερθείσες «Νταγκ Φιλμ» και «Άστυ Φιλμ» και η ιδρυμένη το 1934 «Ανζερβός Φιλμ». Και οι τρεις έχουν δικά τους στούντιο, παρόλα αυτά οι έλληνες παραγωγοί προτιμούν τα στούντιο της Αιγύπτου ως αρτιότερα από πλευράς ανθρώπινου δυναμικού και εξοπλισμού[7], ειδικότερα μετά την έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου. Το 1940 εμφανίζεται η «Σκούρας Φιλμ» και το 1943 η «Φίνος Φιλμ», που θα κυριαρχήσει για τις επόμενες τρεις δεκαετίες.
Στη διάρκεια του μεσοπολέμου, οι ταινίες που παράγονται, εκτός των Επικαίρων, είναι κυρίως μελοδράματα, κωμωδίες, όπως οι «Περιπέτειες του Βιλάρ» του Χεππ ή οι ευτράπελες περιπέτειες του κωμικού και σκηνοθέτη Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ και κωμειδύλλια, με βουκολικό χαρακτήρα, όπως η «Αστέρω» των αδελφών Γαζιάδη, σε σενάριο του Π. Νιρβάνα, η «Μαρία Πενταγιώτισσα» του Αχιλλέα Μαδρά, που εγκαινιάζουν το 1929 τις «ταινίες φουστανέλας». Το 1932, η πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία, «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», θα είναι και πάλι «φουστανέλα». Παράλληλα, με τις μελοδραματικές ταινίες μυθοπλασίας εμφανίζονται και κινηματογραφήσεις θεατρικών παραστάσεων, π.χ. του «Προμηθέα Δεσμώτη» στις Δελφικές Γιορτές του 1927, ενώ μεταφέρονται στον κινηματογράφο θεατρικά έργα, «Στέλλα Βιολάντη» του Γρ. Ξενόπουλου, το 1929. Ταινίες σταθμοί για την περίοδο αυτή είναι οι «Δάφνις και Χλόη» (1931) και «Η κοινωνική σαπίλα» (1932) η πρώτη για αισθητικούς κι η δεύτερη για θεματικούς λόγους[8]
Δάφνις και Χλόη, 1931, Ορέστης Λάσκος
Η αποτίμηση της κινηματογραφικής παραγωγής της πρώτης τριακονταετίας του ελληνικού κινηματογράφου είναι πενιχρή. Σύγχρονοί της κριτικοί και δημοσιογράφοι την αποτιμούν[9] ως συναγωνισμό «σε τεχνικές ελλείψεις και καλλιτεχνικά ελαττώματα» (Κ. Δαφνής, 1930), ως «πρωτόγονη» ή «πειραματική» (Στ. Λούπας, 1931), «χωρίς στούντιο, μέσα, σεναριογράφους, ηθοποιούς», διανύουσα «τη γραφική περίοδό της» (Γ. Ν. Μακρής, 1933, 1943). Στους τομείς των καλών τεχνών και των γραμμάτων η χώρα ζει την άνοιξη της γενιάς του ’30, μέσω λογοτεχνών όπως ο Μυριβήλης, ο Θεοτοκάς, ο Κόντογλου, ο Σεφέρης, δέχεται και αξιοποιεί τις επιδράσεις του υπερρεαλισμού και του μοντερνισμού με την εμφάνιση των Ρίτσου, Ελύτη, Εμπειρίκου, Εγγονόπουλου κλπ. Ο εικαστικός χώρος εμπλουτίζεται με τους Παρθένη, Τσαρούχη, Χατζηκυριάκο- Γκίκα, ενώ ο κινηματογράφος παραμένει σε εμβρυακή κατάσταση. Βαραίνουν προς αυτή την κατεύθυνση από τη μια η έλλειψη κρατικού ενδιαφέροντος για προπαγανδιστική του χρήση, που αποτέλεσε κινητήρια δύναμη σε άλλες χώρες, η απουσία ισχυρών παραγωγών, μιας και η ελληνική αγορά δεν υπόσχεται κέρδη, κι από την άλλη η άγνοια κι η ατελής εκπαίδευση των δημιουργών και συντελεστών του.
[1] Φ. Λαμπρινός, στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Αθήνα 2003, εφ. Τα Νέα και Ελληνικά Γράμματα, τμ.6, σελ. 214
[2] Ν. Κολοβός, Κινηματογράφος. Η τέχνη της βιομηχανίας. Αθήνα: Καστανιώτης, 1999, σελ. 331
[3] Φ. Λαμπρινός, 2003, ο.π., τμ. 6, σελ. 215
[4] Φ. Λαμπρινός, 2003, ο.π., τμ. 6, σελ. 218
[5] Φ. Λαμπρινός, 2003, ο.π., τμ. 6, σελ. 221- 222
[6] Φ. Λαμπρινός, 2003, ο.π., τμ. 7, σελ. 256
[7] Ν. Κολοβός, ο.π., 1999, σελ. 331-333
[8] Φ. Λαμπρινός, 2003, ο.π., τμ. 7, σελ. 255
[9] Ν. Κολοβός, ο.π., 1999, σελ. 333
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου