Σημειωματάριο για τον Εμφύλιο και τον Κινηματογράφο

Περιηγηθείτε στις σελίδες του για να βρείτε

- ταινίες που αναφέρονται στον ελληνικό Εμφύλιο (1946-1949)

- κριτικές παρουσιάσεις των ταινιών

- συνεντεύξεις των σκηνοθετών και άρθρα για το έργο τους

- στοιχεία για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, από το 1906 μέχρι σήμερα

- κείμενα για τη σχέση Ιστορίας και Κινηματογράφου

- αναφορές στη διαδικασία παραγωγής μιας ταινίας και τους παράγοντες που διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα


- βιβλιογραφία για τον Εμφύλιο, για τον ελληνικό κινηματογράφο, για την αξιοποίηση των φιλμ μυθοπλασίας ή τεκμηρίωσης στη διδασκαλία της Ιστορίας

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Άλλος δρόμος δεν υπήρχε, 2009, Στ. Ψυλλάκης


Δείτε την ταινία


Σενάριο – σκηνοθεσία ΣΤΑΥΡΟΣ ΨΥΛΛΑΚΗΣ / STAVROS PSILLAKIS
Είδος:ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ
Αρχική Ιδέα & συνεργασία στην έρευνα και στο σενάριο ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑΚΗΣ
Διεύθυνση φωτογραφίας ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Πρωτότυπη μουσική ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΦΑΜΠΑΣ
Μοντάζ ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Συνεργασία στο μοντάζ – επεξεργασία φωτογραφιών ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΑΣΠΑΡΙΝΑΤΟΣ
Ηχολήπτης ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΕΦΕΝΤΑΚΗΣ
Παραγωγός ΣΤΑΥΡΟΣ ΨΥΛΛΑΚΗΣ
Συμπαραγωγοί στο ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΕΚΜΗΡΙΟ: Ε.Κ.Κ. – ΕΡΤ Α.Ε. - MASSIVE PRODUCTIONS - INDIGO VIEW
Διάρκεια:  87΄

Σύνοψη υπόθεσης[1]
Μια ομάδα ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, που τη λήξη του Εμφυλίου και για 14 περίπου χρόνια παρέμειναν κρυμμένοι στο νομό Χανίων, ανασυγκροτώντας τις εκεί παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ. Στην ταινία παρακολουθούμε το "θαύμα" της αντοχής των τσακισμένων υπολειμμάτων του Δημοκρατικού Στρατού και την αυτοθυσία των απλών ανθρώπων που τους έκρυβαν τόσα χρόνια. "Πρωταγωνιστές" και "αφανείς", αυτής της ιστορίας, εξίσου φωτεινοί  και δυσεύρετοι, πέρα από ιδεολογίες, ενσαρκώνουν κάτι πολύ σημαντικό: βαθιά προσήλωση στον ίδιο τον άνθρωπο και στην αξιοπρέπειά του.  
Βραβεία-Διακρίσεις:
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ 1ο Βραβείο Μεγάλου Μήκους Ταινίας Τεκμηρίωσης 2010
Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας 2009, 1Ο Βραβείο Μεγάλου Μήκους Ταινίας
Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Λευκωσίας 2009,  βραβείο κοινού ως καλύτερου ντοκιμαντέρ 
ΣΥΜΠΑΡΑΓΩΓΟΙ: Ε.Κ.Κ. – ΕΡΤ Α.Ε. - MASSIVE PRODUCTIONS  & INDIGO VIEW,  στα πλαίσια  του ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΤΕΚΜΗΡΙΟ


[1] http://allos-dromos-den-ypirxe.blogspot.com/

Διαβάστε συνέντευξη του σκηνοθέτη

«Η ταινία μας δεν κάνει ιστορία και δεν είναι μια εκτενής αναφορά του τι έγινε εκείνα τα χρόνια στο Ν. Χανίων ούτε όλων των προσώπων που έδρασαν εκείνα τα χρόνια. Χοντρικά, ως αφηγηματική βάση έχουμε την ιστορία των 6 αυτών προσώπων, και μέσα από αυτήν προκύπτουν οι όποιες γενικεύσεις ….»[1]
Αν και σκοπός του σκηνοθέτη δε δηλώνεται να είναι η ιστορία, αυτή τρυπώνει μέσα από τις αφηγήσεις των τριών προσώπων κι αναδύεται σε κάθε σκηνή της ταινίας. Με αφορμή το ομώνυμο βιβλίο του Νίκου και της Αργυρώς Κοκοβλή, ξεκινά ο Ψυλλάκης την καταγραφή αποσπασμάτων ζωής ατόμων, που γρήγορα μετατρέπονται σε αποσπάσματα ιστορίας, καθώς τα άτομα αυτά βρίσκονται στο «μάτι του κυκλώνα», της ιστορικής στιγμής, και γράφουν με τις επιλογές τους ιστορία.
Στο τέλος του Εμφυλίου και με εντολή τη διατήρηση του παράνομου κομματικού μηχανισμού του ΚΚΕ και τη συνέχιση της δράσης στην Κρήτη, μια ομάδα νεαρών ανθρώπων κρύβεται κι αγωνίζεται με τη στήριξη φιλικών προσώπων, για δεκαπέντε χρόνια, έως ότου, με εξίσου περιπετειώδη τρόπο, καταφύγουν στην Ιταλία. Η παρέα των έξι που διαλέγει ο σκηνοθέτης να βάλει στο κέντρο της αφήγησής του εκπροσωπείται από τρεις, όσους είναι ακόμη στη ζωή. Ήδη σε προχωρημένη ηλικία, με δυσκολία να μετακινηθούν κάποιες φορές αλλά με εξαιρετική πνευματική διαύγεια. Θυμούνται, σχολιάζουν, συγκινούνται, αποτυπώνουν τη δική τους εκδοχή των γεγονότων.
Η ταινία αναφέρεται πρώτα από όλα στο πλαίσιο, αρχή και εξέλιξη του Εμφυλίου, χωρίς να επιμένει στα αίτια ή να αποδίδει δίκαιο και άδικο. Οι ιστορίες των προσώπων είναι οι σημαντικές, για αυτό και μαθαίνουμε ξεχωριστά για τον καθένα τους βιογραφικά στοιχεία αλλά και –κυρίως- το πώς ενεπλάκησαν στην υπόθεση της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Παρακολουθούμε μέσω των αφηγήσεων να ζωντανεύει το χρονικό του διωγμού τους, βλέπουμε τις «κρυψώνες» τους, μυούμαστε στην οργάνωση της παράνομης ζωής: τροφοδοσία, μεταφορές, κατάλυμμα, ενημέρωση κλπ. Περιστατικά της καθημερινότητας, ευρήματα διάσωσης και διαφυγής, θαλασσινές σπηλιές που μετατράπηκαν σε σπίτια, μεσοπατώματα σπιτιών που έγιναν δωμάτια, σταύλοι που φιλοξένησαν για χρόνια τους παράνομους βρίσκονται στα επίκεντρο, γίνονται το σκηνικό της αφήγησης. Οι έγνοιες κι οι ανησυχίες τους, τα συναισθήματα κι οι σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ τους σκιαγραφούν όχι τόσο αυτά που έγιναν αλλά τα κίνητρα και το ήθος αυτών που τα προκάλεσαν.
Η ταινία επικεντρώνεται στην ιστορία των τριών επιζώντων αλλά δίπλα σε αυτήν, αναπόσπαστο κομμάτι –πώς θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς;- υφαίνεται η ιστορία των απόντων: αυτών που χάθηκαν στη διάρκεια της περιπέτειας ή που αν και επέζησαν χάθηκαν μετά από τη φθορά του χρόνου. Με αγάπη και σεβασμό αναφέρονται τα πρόσωπα αυτά, οι σχέσεις τους με τους υπόλοιπους συντρόφους τους αλλά κι η εικόνα που άφησαν στους ανθρώπους με τους οποίους συναναστράφηκαν. Ενδιαφέρον έχει εδώ η περίπτωση του Μαριόλη, που ενώ κρυβόταν σε ένα χωριό, έκανε συμμέτοχους στον αγώνα και τις ιδέες του τους κατοίκους, έγινε «συγγενικό πρόσωπο, μπαινόβγαινε στο 70% των σπιτιών του χωριού» κερδίζοντας την αποδοχή τους.
Πρωταγωνιστές, δίπλα στους «κρυμμένους» οι απλοί άνθρωποι που τους στήριξαν και τους βοήθησαν στη μακρόχρονη παρανομία τους. «Εμείς τη ζωή μας την οφείλουμε σε αυτούς τους ανθρώπους, που είχαν το όραμα για μια κοινωνία ανθρώπινη» λέει η Αργυρώ Κοκοβλή. Ομοϊδεάτες ή απλώς φίλοι και συγγενείς τους, άνθρωποι που «έκαναν ό,τι ακριβώς κι οι πατεράδες κι οι παπούδες τους», όπως δηλώνουν στην ταινία. «Δική μου κοπελιά ήταν, πώς να της κλείσω την πόρτα;» αναρωτιέται η ηλικιωμένη γυναίκα, που έκρυβε την Αργυρώ, διακινδυνεύοντας την ελευθερία της, αν όχι και τη ζωή της. Κανείς από τους «βοηθούς» δε σχολιάζει πάντως τον κίνδυνο στον οποίο εκτέθηκε, σα να επρόκειτο για αμελητέο θέμα. Δεν ήταν βέβαια, όπως γίνεται φανερό από αναφορές σε  συλλήψεις, βασανιστήρια, εκτελέσεις, επωδός των οποίων πάντως έρχεται κάθε φορά η επιβεβαίωση της αναγκαιότητας αλλά και τής ηθικής επιταγής να στηριχθεί αυτός ο αγώνας. «Τώρα καταλαβαίνω ότι είμαι άνθρωπος» δηλώνει στα παιδιά του ένας βοσκός, επιστρέφοντας στο σπίτι του, αφού χάσει το βιός του, συλληφθεί και βασανιστεί ως συνεργός των «κομμουνιστών». «Θα τους βοήθαγα κι εγώ χωρίς ενδοιασμό κι ας μην είμαι πολιτικά κοντά τους» δηλώνει ένας νέος, γιος συνεργάτη τους, δικαιολογώντας τη θέση του «όπως ο παπούς μου πολέμησε τους Τούρκους κι ο πατέρας μου τους Γερμανούς. Κι αυτοί αγώνα κάνανε».
Η φυγή στην Ιταλία, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν φτάνοντας και η στήριξη που δέχονται από την εκεί οργάνωση του ΚΚΙ, δίνει την ευκαιρία για σχόλια σχετικά με τις πολιτικές και στρατηγικές επιλογές της ηγεσίας του κομματος στην Ελλάδα. Σημειώνεται η έλλειψη λόγω αμέλειας ή αδιαφορίας συνεννόησης για την υποδοχή των φυγάδων. Παρά το γεγονός αυτό αλλά και το ότι η τριάδα διαφώνησε με την κυρίαρχη γραμμή και διατηρεί κριτική στάση ως προς αυτή, δεν δίνεται χώρος στην ταινία ούτε για επικρίσεις τακτικής ούτε για επιθέσεις ιδεολογικού περιεχομένου. Τονίζεται πάντως η υποστήριξη των ιταλών κομμουνιστών και παρατίθενται σκηνές από τη συνάντηση ιταλών κι ελλήνων σε κοινή εκδήλωση που έγινε πρόσφατα.    
Η άλλη πλευρά της ιστορίας είναι βέβαια οι διώκτες. Το «θέμα» των παρανόμων απασχόλησε το στρατό και τη χωροφυλακή, όχι μόνο του νησιού, έφτασε ως και το ίδιο το ΝΑΤΟ, που την εποχή εκείνη εξοπλίζει τη βάση του στο λιμάνι της Σούδας. Οι διώκτες, ως φυσικά πρόσωπα, δε μπαίνουν στο στόχαστρο των πρωταγωνιστών. Αναφέρονται σε αυτούς σα να τους έχουν συγχωρήσει. Ο Γιάννης θυμάται πώς γλύτωσε τη σύλληψη από έναν χωροφύλακα που, ενώ τον αναγνώρισε όταν ανέβαινε στο καράβι να φύγει για την Αθήνα, τον άφησε να περάσει. Σχολιάζει «παλιά ήταν με τους αντάρτες, εργατόπαιδο. Πολλοί χαλάσανε στη Χωροφυλακή, αυτός όχι». Ο Νίκος μιλάει για την εκ των υστέρων συνάντησή του με έναν ενωμοτάρχη- διώκτη του, που του δηλώνει πως ήθελε να τον γνωρίσει από τότε που πήρε μέρος στην απόπειρα εξόντωσής του. Υποδηλώνεται έτσι η διάσταση που είχε πάρει το θέμα της παράνομης οργάνωσης Χανίων αλλά κι η βαρύτητα της ίδιας της προσωπικότητας του Νίκου. Στο ερώτημα «γιατί, μωρέ; Τι έχομε εμείς μεταξύ μας;» η απάντηση είναι «μας διαιρέσανε», χωρίς να δίνεται παραπέρα εξήγηση στο ποιοι και στο γιατί. Από την πλευρά πάντως των προσώπων εκτός του «πρωταγωνιστικού» πυρήνα γίνονται αναφορές σε διαφορετικό ύφος: «ζήτησα χαρτί φρονημάτων να πάω νοσοκόμα και δε μου δίνανε…», «πώς να τα ξεχάσουμε όλα αυτά, μωρέ;» σχολιάζουν πρόσωπα που βοήθησαν κρύβοντας κι υποστηρίζοντας την ομάδα.  
Η ταινία ακολουθεί τα βήματα και τις αναμνήσεις των τριών πρωταγωνιστών αλλά δίνει συχνά το λόγο σε ανθρώπους που συναντήθηκαν μαζί τους ή στα παιδιά τους. Ο φακός ακολουθεί τους κάθε φορά αφηγητές στα σπίτια τους, στις αυλές και τα καφενεία, στα βουνά και τις κρυφές σπηλιές, σε ό,τι έχει απομείναι από τις παλιές κρυψώνες. Άνθρωποι που ξανασυναντιούνται μετά από χρόνια, συγκινημένοι ξαναθυμούνται. Άλλοτε περπατώντας κι άλλοτε καθιστοί εξιστορούν χωρίς έπαρση, πολλές φορές με μια αποστασιοποίηση, λες και διηγούνται την ιστορία τρίτων. «Ήρθα ξανα στο σπίτι μου, 35 χρόνια μετά, αφού έγινα νόμιμη» λέει η Αργυρώ, σα να αναφέρεται στο πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο. Παλιές φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων, παράνομος τύπος και προκηρύξεις υποστηρίζουν τη μνήμη, παράλληλα με αποσπάσματα από το βιβλίο του ζεύγους Κοκοβλή.
Η κρητική φύση, τα βράχια της θάλασσας κι οι μαδάρες, τα χωριά με τα φιλικά σπίτια ή τα εγκαταλελειμμένα ερείπιά τους βοηθούν την ανάπλαση των ιστοριών αλλά και υπογραμμίζουν το λόγο. Σπηλιές, γνωστά καταφύγια από τον αγώνα κατά των Τούρκων, γούρνες στα χωράφια που οι χωρικοί γέμιζαν νερό για να βρουν να πιουν οι κρυμμένοι, κρυφές βρυσούλες, μονοπάτια απόκρημνα. Ως θεατές αισθανόμαστε το περιβάλλον συμμέτοχο στην ιστορία, ιδανικό σκηνικό για το δράμα αυτό του παρελθόντος αλλά κι έτοιμο να δεχθεί νέα παρόμοια. «Ο διωκόμενος βρίσκει καταφύγιο στην Κρήτη» λέει κάποιος κι η φράση μοιάζει να μην αφορά μόνο την πρόθεση των ανθρώπων αλλά και τη διάθεση του τόπου. Η τελευταία σκηνή, παρακολουθεί το Νίκο Κοκοβλή να ανεβαίνει στον Ομαλό και από κει να χαιρετά: «Πίστευα ότι δε θα ξαναπατήσω εδώ πάνω… μια ζωή ολόκληρη… σ’ αυτά τα βουνά που είναι άψυχα μα έχουνε ψυχή…» μαντεύουμε πίσω από την έντονη συγκίνηση που ραγίζει τη φωνή του.
Η ταινία κλείνει με ένα ριζίτικο τραγούδι κι ευχαριστίες στις οικογένειες των συμμετεχόντων, έναν μακρύ κατάλογο ονομάτων που θεμελιώνει αυτό που ακούγεται συχνά στην ταινία: δεν πρόκειται για μια ιστορία λιγοστών ηρώων, αλλά για κομμάτια ζωής, πλασμένα από πολλούς, απλούς και καθημερινούς ανθρώπους, που ήταν εκεί όταν έπρεπε και θα είναι ξανά εκεί όποτε χρειαστεί.


[1] Από συνέντευξη του Στ. Ψυλλάκη, δημοσιευμένη στο www.pyxida.gr, με τίτλο «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε/Το ντοκιμαντέρ», πρόσβαση 29/11/2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου