Δείτε σκηνές της ταινίας
Σκηνοθεσία: ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
Είδος:ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ, ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Σενάριο:ΒΑΛΤΙΝΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ, GUERRA TONINO, ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
Δ/ντής Φωτογραφίας:ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Μοντάζ:ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ
Ηχολήπτης:ΚΙΤΤΟΥ ΝΤΙΝΟΣ, ΑΧΛΑΔΗΣ ΝΙΚΟΣ, ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ
Σκηνογράφος:ΚΑΡΑΠΙΠΕΡΗΣ ΜΙΚΕΣ
Ενδυματολόγος:ΖΙΑΚΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Μουσική Σύνθεση:ΚΑΡΑΪΝΔΡΟΥ ΕΛΕΝΗ
Παραγωγός:ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
Παραγωγή:Ε.Ρ.Τ. , RADIOTELEVISIONE ITALIANA (RAI) , ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΙΝHΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ (ΕΚΚ), ZDF/ARTE , CHANNEL 4
Διάρκεια: 137΄
Διάρκεια: 137΄
Σύνοψη της υπόθεσης[1]:
Ένας πολιτικός πρόσφυγας, ο Σπύρος (Μάνος Κατράκης), επιστρέφει γέρος πια στην πατρίδα του μετά από πολλά χρόνια εξορίας. Η επιστροφή είναι δύσκολη, αφού ακόμα και η γυναίκα του (Ντόρα Βολανάκη) μοιάζει ξένη. Για την επίσημη πολιτεία, ο Σπύρος δεν ανήκει σε αυτόν τον τόπο, είναι ένας άντρας χωρίς εθνικότητα, με τη μνήμη του στραμμένη στο παρελθόν, ένας Οδυσσέας που γυρίζει σε ένα σπίτι που δεν υπάρχει. Όμως, ένας σκηνοθέτης, που θέλει να σκηνοθετήσει μια ταινία για τους πολιτικούς πρόσφυγες, θα ακολουθήσει τον Σπύρο σ’ αυτό το τελευταίο του ταξίδι.
Βραβεία-Διακρίσεις:
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ (FIPRESCI) 1984
ΚΡΑΤΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΠΟ - (ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ), 1984, ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ, ΣΕΝΑΡΙΟΥ, Α΄ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ, Α΄ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ, ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΚΑΝΝΩΝ, 1984,
ΣΕΝΑΡΙΟΥ
[1] http://www.tainiothiki.gr/v2/filmography/
Το 1984 ο Θ. Αγγελόπουλος γυρίζει το Ταξίδι στα Κύθηρα, ταινία με θέμα την επιστροφή στην Ελλάδα ενός πρώην αντάρτη του ΔΣΕ, πολιτικού πρόσφυγα σε κάποια ανατολικοευρωπαϊκή χώρα. Στην πατρίδα τον περιμένουν η γυναίκα του και τα δυο του παιδιά, που έχουν μεγαλώσει χωρίς καν να τον θυμούνται. Η ταινία στήνει σιγά σιγά το ψηφιδωτό της νοσταλγίας και της μοναξιάς σε πρώτο πλάνο του ίδιου του πρόσφυγα και στη συνέχεια, προχωρώντας προς το βάθος, της γυναίκας που τον περίμενε, του φίλου και συντρόφου του στο βουνό, που έμεινε πίσω, των παιδιών που μεγάλωσαν χωρίς πατέρα και αδυνατούν ή δυσκολεύονται να τον εντάξουν στη ζωή τους.
Αυτή η δυσκολία ένταξης του γέρου είναι το βασικό μοτίβο του έργου: είναι ξένος, αταίριαστος κι ανεπιθύμητος σχεδόν παντού. Δεν έχει χαρτιά, δεν είναι «κάποιος» κι αποτελεί κίνδυνο για τη χώρα του. Οι αρχές δεν ξέρουν τι να τον κάνουν, τις ενοχλεί. «Ήρθες να βάλεις φωτιά στο χωριό για δεύτερη φορά» του φωνάζει ο πολιτικός του αντίπαλος του Εμφυλίου. Και αργότερα «είσαι νεκρός, δις εις θάνατον, στρατοδικείο…». Οι νικητές του Εμφυλίου –στο πρόσωπο του εχθρού συγχωριανού- θεωρούσαν πως είχαν τελειώσει με αυτόν και τρομάζουν μπροστά στην επιστροφή του. Παρά το «σπάσιμο» του δεξιού, που θα μπορούσε να εκληφθεί κι ως ήττα του φερόμενου ως θριαμβευτή, ο γέρος πρόσφυγας είναι αυτός που δε χωρά στην πατρίδα. Μεταξύ των Κυνηγών (1976- 77) και του Ταξιδιού στα Κύθηρα (1984) πέρασαν οκτώ χρόνια γεμάτα σημαντικά γεγονότα. Αν, κατά το σκηνοθέτη, το γενικό αίσθημα μετά τη Μεταπολίτευση (1974) είναι ότι «…η δικτατορία δεν υπάρχει πια, αλλά η κατάσταση δεν άλλαξε: η Δεξιά είναι αυτή που βασιλεύει από τον Εμφύλιο και μετά, και με τον ένα ή άλλο τρόπο, κυβερνά τη χώρα[1] […]
Αυτή η δημοκρατία για την οποία μιλάμε, είναι μια κοινοβουλευτική δικτατορία» στην «εξομαλυμμένη» Ελλάδα του 1983, που έχει παραδοθεί στο φιλελευθερισμό, που έχει επηρεαστεί κι αυτή από τον καταναλωτισμό και την κρίση των ιδεολογιών, «τα προβλήματα είναι διαφορετικά… είναι προβλήματα έλλειψης. Δεν ξέρεις από πού να πιαστείς…[2]» σχολιάζει ο σκηνοθέτης. Ο γέρος αρνείται να ξεπουλήσει «το χιόνι του ουρανού» στους εργολάβους χιονοδρομικού κέντρου, όταν οι συγχωριανοί περιμένουν την αγοραπωλησία για να διασωθούν οικονομικά, σε μια χώρα που δεν προσφέρει παραγωγικές δυνατότητες κι ωθεί τους πολίτες στην «αρπαχτή» και την εργολαβία. Αυτός τους χαλάει τα σχέδια. Είναι το όνειρο από το παρελθόν που έρχεται να διεκδικήσει ζωτικό χώρο, όταν όλοι έχουν βολευτεί να υπάρχουν υποταγμένοι. Δεν του επιτρέπουν ούτε στο καλύβι του να μείνει, ταράζει την ηρεμία τους.
Η κόρη του τον αρνιέται και τον διώχνει γιατί έμαθε να τα βγάζει πέρα χωρίς αυτό και τώρα δε μπορεί να δεχτεί την παρουσία του να αλλάζει τη ροή της ζωής της. Ακολουθεί το ρυθμό της εποχής της, στηρίζεται στον εαυτό της, μέσα από μια σπαραχτική, επίσης, μοναξιά, στην οποία προσπαθεί να αντισταθεί «επιστρέφοντας στο σώμα» της κι ακούγοντας τις δικές του ανάγκες. Εκδικείται για τη μάνα της, καταλογίζοντάς του όλα εκείνα που η ηλικιωμένη σύζυγος δεν τολμά να αναφέρει. Ο γιος τον παρακολουθεί, προσπαθεί να ρίξει γέφυρες ανάμεσά τους, χωρίς όμως να το κατορθώσει. Διώχνεται από όλους, σπρώχνεται στο περιθώριο της σιωπής και της ανυπαρξίας[3]. Τον ακολουθεί η γυναίκα του, γιατί έζησε αγαπώντας τον κι αν τον αρνηθεί θα είναι σα να αχρηστεύει όλες τις θυσίες που έκανε για χάρη του, γιατί η συντροφικότητά τους στο θάνατο δικαιώνει τη ζωή και τις επιλογές της.
Μιλώντας για τους χαρακτήρες της ταινίας ο Θ.Α. λέει πως ζουν τη ρήξη ανάμεσα στην επιθυμία και την πραγματικότητα. Αναφέρεται επίσης στην εποχή του -και εποχή της συγκεκριμένης ταινίας- σχολιάζοντας πως πλησιάζοντας στο τέλος του αιώνα γίνεται φανερό πως απέτυχε κάθε προσπάθεια αλλαγής του κόσμου. Δεν γνωρίζει κι ούτε τον ενδιαφέρουν οι αιτίες, παρατηρεί[4], αλλά το τέλος των ονείρων, το ναυάγιό τους. Ο γέρος που χάνεται στη θαλασσινή ομίχλη, με συντροφιά μοναδική τη σύζυγό του, σβήνει όπως σβήνουν κι όλα όσα ονειρεύτηκε, αυτά για τα οποία πολέμησε και εξορίστηκε. Η τραγικότητα της ιστορίας του κορυφώνεται όταν συνειδητοποιεί –κι οι θεατές μαζί με αυτόν- πως τον χωρίζει από όλη την υπόλοιπη κοινωνία η επιλογή του να διεκδικήσει την πραγματοποίηση ενός ιδανικού κόσμου, που περιελάμβανε την ευτυχία αυτής ακριβώς της κοινωνίας που τον αρνείται.
Ανακαλώντας το γεγονός πως η διεκδίκηση του ονείρου του γέρου και της γενιάς του πέρασε μέσα από τον Εμφύλιο, μπορούμε να δούμε τα πρόσωπα και της αντιδράσεις τους ως στάση απέναντι στο κινητήριο αυτό ιστορικό γεγονός. Το 1983[5], όλος ο κόσμος (κι όχι μόνο η αντίδραση) αρνείται το ψυχόδραμα. Το φάντασμα της επανάστασης (όρος του σκηνοθέτη) είναι από τότε ξορκισμένο. Δεν είναι πια παρά ένας αμίλητος γέρος που ούτε φοβίζει ούτε ενοχλεί κανέναν. Η τραγωδία, που είχε συνοδέψει ολόκληρη την ιστορία του ελληνικού λαού ως ο αντίποδας των προσδοκιών του, παραχωρεί τη θέση της σ’ ένα είδος «λευκής» απελπισίας, μιας κενής ελπίδας. Τότε, ήταν ομαδική, τώρα, δεν αγγίζει παρά μεμονωμένα άτομα. Η καταγραφή είναι απογοητευτική: μόνο οι τρεις ηλικιωμένοι υποστηρίζουν την επιλογή της ρήξης και σέβονται το παρελθόν. Ο γιος στέκεται αμήχανος, δεν καταλαβαίνει τη «μυστική γλώσσα» των πρώην ανταρτών. Η κόρη αντιδρά με συναισθηματική βία κι υποτιμώντας ό,τι συνέβη. Οι συνδικαλιστές στο λιμάνι αποπειρώνται κινήσεις συμπαράστασης που εξαντλούνται στη λεκτική συμπάθεια. Οι απέξω τους αγνοούν ή επιδιώκουν την εξαφάνισή τους. Τα χνάρια των παλιών πολεμιστών είναι αναγνώσιμα πια μόνο από αυτούς τους ίδιους, όπως φαίνεται στη σκηνή του βουνού και του νεκροταφείου αλλά και σε αυτήν του ξενοδοχείου. Η ιστορική τους κληρονομιά δε βρήκε αποδέκτη.
[1] Άρθρο στο Jeune Cinema, τχ. 107, Δεκέμβριος 1977, από το Θόδωρος Αγγελόπουλος, επιμέλεια συλλογής Ειρήνη Στάθη, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Καστανιώτης Αθήνα 2000
[3] Η ταινία αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας της σιωπής
[4] Theo Angelopoulos: interviews. Edited by Dan Fainaru. University Press of Mississippi, 2001, σελ. 69
[5] Barthelemy Amengual, Μια ποιητική της Ιστορίας, από το Θόδωρος Αγγελόπουλος, επιμέλεια συλλογής Ειρήνη Στάθη, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Καστανιώτης Αθήνα 2000, σελ 24
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου