Σημειωματάριο για τον Εμφύλιο και τον Κινηματογράφο

Περιηγηθείτε στις σελίδες του για να βρείτε

- ταινίες που αναφέρονται στον ελληνικό Εμφύλιο (1946-1949)

- κριτικές παρουσιάσεις των ταινιών

- συνεντεύξεις των σκηνοθετών και άρθρα για το έργο τους

- στοιχεία για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, από το 1906 μέχρι σήμερα

- κείμενα για τη σχέση Ιστορίας και Κινηματογράφου

- αναφορές στη διαδικασία παραγωγής μιας ταινίας και τους παράγοντες που διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα


- βιβλιογραφία για τον Εμφύλιο, για τον ελληνικό κινηματογράφο, για την αξιοποίηση των φιλμ μυθοπλασίας ή τεκμηρίωσης στη διδασκαλία της Ιστορίας

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Αποστολίδου, Βενετία. Τραύμα και μνήμη. Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων. Αθήνα: Πόλις, 2010

Αποσπάσματα από το βιβλίο
Σελ. 51
Το μεγαλύτερο μέρος της αφηγηματικής παραγωγής των προσφύγων αποτελείται από κείμενα που μιλούν για τις εμπειρίες τους από την Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά, τη λευκή τρομοκρατία ’45- ’47, τον Εμφύλιο στα βουνά, καθώς και στις φυλακές και τις εξορίες. Μερικά από αυτά πηγαίνουν και πιο πίσω, στην προπολεμική εποχή, σε μια προσπάθεια να δείξουν τις κοινωνικές συνθήκες που προκάλεσαν τον Εμφύλιο Πόλεμο, ενώ λίγα είναι εκείνα που επιχειρούν να μιλήσουν για τη μεταπολεμική ζωή στην Ελλάδα αφού αυτή ήταν terra incognita για τους πρόσφυγες. Τα έργα που μιλούν για τη ζωή τους στην υπερορία συνιστούν μια άλλη, μικρότερη αριθμητικά ενότητα. Οι λόγοι για τους οποίους οι πρόσφυγες μιλούν περισσότερο για τις εμπειρίες τους στην πατρίδα είναι κοινοί σε ολόκληρη τη λογοτεχνία της εξορίας, όσο διαφορετικές κι αν είναι οι συνθήκες της εξορίας. Όπως το έχει τοποθετήσει ο Michael Seidel, ο σκοπός του εξόριστου καλλιτέχνη είναι «να μετατρέψει την αίσθηση της βίαιης αποκοπής σε αίσθηση επανασύνδεσης […]. Η γραφή είναι το μέσον για μια φανταστική επιστροφή στη γενέθλια γη, που είναι πηγή των πιο έντονων και σκληρών αναμνήσεων[1]».
Σελ.70
«Τούτο, όμως, δε σημαίνει πως το μόνο που κάνουν αυτά τα βιβλία[2] είναι να ακολουθούν μια κομματική γραμμή. Κατορθώνουν, και πιο πολύ το βιβλίο του Ρεντή, μέσα από τη δημιουργία ενός ιστορικού συνεχούς, να δώσουν ένα νόημα στο παρελθόν και να φωτίσουν τις κοινωνικές αιτίες των τραυματικών γεγονότων τα οποία οδήγησαν στον Εμφύλιο. Είναι ώριμα έργα με την έννοια ότι καταφέρνουν να σταθούν σε κριτική απόσταση από τη συλλογική καταστροφή. Το γεγονός ότι εμφανίζονται περίπου δέκα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου επιβεβαιώνει, με μαθηματική ακρίβεια σχεδόν, την παρατήρηση του Kali Tal ότι “η λογοτεχνία του τραύματος τείνει να εμφανίζεται το λιγότερο μια δεκαετία μετά την τραυματική εμπειρία. Καθώς η αμεσότητα του γεγονότος φθίνει στη μνήμη, η φυσική διαδικασία του αναστοχασμού αρχίζει στο μυαλό του επιζώντα[3]”»
Σελ. 72-73
«Εξάλλου, για να σχηματίσουμε μια καθαρή εικόνα για το τι κατάφερε η λογοτεχνία των πολιτικών προσφύγων μέσα στο σύνολο της λογοτεχνίας περί Εμφυλίου, θα πρέπει να τη συγκρίνουμε με κείμενα που γράφτηκαν στο πλαίσιο της άλλης μνημονικής κοινότητας, των επιζώντων στην Ελλάδα, οι οποίοι βίωσαν πολύ διαφορετικούς περιορισμούς και μορφές καταπίεσης: οι άνθρωποι που επέζησαν της εμφύλιας λαίλαπας και παρέμειναν στην Ελλάδα είναι διχασμένοι σε νικητές και ηττημένους. Άρα εδώ έχουμε οπωσδήποτε δυο μνημονικές κοινότητες. Όλοι καταλαβαίνουμε ότι καμιά κοινότητα μνήμης δεν είναι συμπαγής και ότι διαφοροποιήσεις μπορούν να υπάρξουν:π.χ. οι αντιφρονούντες στο Κόμμα δεν ανήκουν με τον ίδιο τρόπο στη μνημονική κοινότητα των ηττημένων. Όσοι πάλι δεν τάχθηκαν με την Αριστερά και δεν υπέστησαν διώξεις δεν ανήκουν αυτονόητα στη μνημονική κοινότητα των νικητών. Οι σλαβομακεδόνες πολιτικοί πρόσφυγες εξάλλου, αποτελούν μια ιδιαίτερη μνημονική κοινότητα. Εκείνο που μπορούμε να πούμε προς το παρόν είναι ότι η λογοτεχνία περί Εμφυλίου ήταν παγιδευμένη για καιρό σε μια «πολιτική της οδύνης» ή στο «λόγο της θυματοποίησης». Αυτός ο όρος θέλει να περιγράψει μια αφήγηση για το παρελθόν η οποία αναγνωρίζει μόνον το προσωπικό τραύμα και αγνοεί το τραύμα του Άλλου. Ωστόσο, όπως έχει δείξει η Ρίκη βαν Μπουσχότεν, όσο δεν αναγνωρίζεται το τραύμα του Άλλου, η πόλωση συνεχίζεται και οι κριτικές προσεγγίσεις, καθώς κι η συμφιλίωση με το παρελθόν, αναβάλλονται επ’ αόριστον[4]


[1] Michael Seide, Exile and the Narrative Imagination, New Haven and London, Yale University Press, 1986, pg. x-xi
[2] Σχολιάζονται έργα των Μ. Αλεξανδρόπουλου, Δ. Ρεντή, Έ. Αλεξίου
[3] Kali Tal, “Speaking the language of pain: Vietnam War literature in the context of a literature of trauma” in Philip Jason (ed.) Fourteen Landing Zones. Approaches to Vietnam War Literature, Iowa City, University of Iowa Press, 1991, pg. 236
[4] Ρ. Μπουσχότεν, «Μνήμες, τραύματα και μετα-μνήμη: το «παιδομάζωμα» και η επεξεργασία του παρελθόντος», στο Τ. Βερβενιώτη, Ε. Βουτυρά, Β. Δαλκαβούκης, Κ. Μπάδα και Ρ. Μπουσχότεν (επιμ.), Μνήμες και λήθη του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου