Είδος: ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Σενάριο: ΒΑΛΤΙΝΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ
Σενάριο Αρχική Πηγή: ΒΑΛΤΙΝΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ "Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΝΝΙΑ"
Δ/ντής Φωτογραφίας: ΚΑΒΟΥΚΙΔΗΣ ΝΙΚΟΣ
Μοντάζ: ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ
Ηχολήπτης: ΚΙΤΤΟΥ ΝΤΙΝΟΣ
Ενδυματολόγος: ΒΙΟΛΑΝΤΖΗ ΜΕΛΙΝΑ
Μουσική Σύνθεση: ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ
Παραγωγή: ΚΡΟΝΑΚΑ Ε.Π.Ε., Ε.Ρ.Τ. , ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΙΝHΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ (ΕΚΚ)
Διάρκεια: 122΄
Σύνοψη της υπόθεσης[1]:
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
Παραγωγή: ΚΡΟΝΑΚΑ Ε.Π.Ε., Ε.Ρ.Τ. , ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΙΝHΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ (ΕΚΚ)
Διάρκεια: 122΄
Σύνοψη της υπόθεσης[1]:
Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1949 και ο εμφύλιος πόλεμος βαίνει προς το τέλος του. Μια μικρή ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον Ταΰγετο και να κατευθυνθεί προς τη θάλασσα. Πίσω τους όλα έχουν καταρρεύσει, κανείς δεν τους περιμένει ούτε μπορούν να ελπίζουν σε κάτι. Στην απελπισμένη πορεία τους προς τη θάλασσα, ο καπεταν-Νικήτας και οι οκτώ άντρες του εξοντώνονται από τον ανασυστημένο εθνικό στρατό και τους οπλισμένους χωρικούς. Ο μόνος που επιβιώνει είναι ο βενιαμίν της ομάδας, ο δεκαοκτάχρονος Νάσιος.
Βραβεία-Διακρίσεις:ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1984, ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ, Β΄ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ, ΜΟΥΣΙΚΗΣ
ΚΡΑΤΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΠΟ - (ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ), 1985, ΜΟΥΣΙΚΗΣ
ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΜΟΣΧΑΣ
Ο Χρίστος Σιοπαχάς υπογράφει το 1984 την ταινία «Η Κάθοδος των Εννέα» με σενάριο εμπνευσμένο από την ομώνυμη νουβέλα του Θ. Βαλτινού.
1985, ΠΡΩΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ
[1] http://www.tainiothiki.gr/v2/filmography
Ο Χρίστος Σιοπαχάς υπογράφει το 1984 την ταινία «Η Κάθοδος των Εννέα» με σενάριο εμπνευσμένο από την ομώνυμη νουβέλα του Θ. Βαλτινού.
Καλοκαίρι 1949. Ο εμφύλιος έχει τελειώσει, οι αριστεροί αντάρτες ηττήθηκαν και μια ομάδα από εννέα άνδρες προσπαθεί κρυφά να κατέβει από τα ψηλά του Ταΰγετου, στην θάλασσα. Η δράση εκτυλίσσεται στο φυσικό τοπίο του βουνού. «Η αγριότητα της διαβίωσης σε σπηλιές, οι συνθήκες συνεχούς καταδίωξης, σε συνδυασμό με την ψυχολογία του αποκομμένου, του ανενημέρωτου και –κυρίως- του ηττημένου, που αμφιβάλλει για τη δυνατότητα επιβίωσης, δημιουργούν ένα περιβάλλον σκληρό αλλά και αναγκαίο για τη σωτηρία των αγωνιστών[1]» Η πορεία είναι δύσκολη, καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν εκτός από τον στρατό και τους οπλισμένους χωρικούς. Εννέα αντάρτες είναι το σημαινόμενο όλου του αντάρτικου στρατού. Παρακολουθούμε την απέλπιδη προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τον κλοιό των κυβερνητικών στρατευμάτων, να φύγουν από την Ελλάδα. Παράλληλα, αγωνίζονται να ξεφύγουν από το μαρτύριο της δίψας: το νερό συμβολίζει την ελπίδα σωτηρίας τους, ο ξερός τόπος το χαμό τους. Παλεύουν να φτάσουν στη θάλασσα, τον ανοιχτό, άγνωστο ορίζοντα, να γλιτώσουν από τον αποκλεισμό του βουνού, του δικού τους κλειστού τόπου. Οι τόποι της αφήγησης είναι οι πραγματικοί ιστορικοί τόποι και σχεδόν ταυτίζονται με αυτούς στους οποίους γυρίστηκε η ταινία. Τα Βέρβενα, ο Κοσμάς, η Λογκάστρα, η Σπάρτη, το Άστρος πρωταγωνιστούν στην αφήγηση και δεν είναι παρά γειτονικοί τόποι των χωριών και των βουνών της κεντρικής Πελοποννήσου όπου γυρίστηκε η ταινία.
Σε αυτή την ταινία διακρίνουμε τις ψυχολογικές συγκρούσεις στον κάθε ένα χωριστά και σε όλη την ομάδα, συνολικά. Οι συγκρούσεις είναι οι ψηφίδες που φτιάχνουν τον καμβά της αναπαράστασης αυτής της εποχής. Τα εννέα πρόσωπα συγκεντρώνοντας διαφορετικά χαρακτηριστικά, αναπλάθουν ρεαλιστικές προσωπικότητες με διαφοροποιημένες αντιδράσεις. Η επιμονή κι η παραίτηση, η ένταση κι η ψύχραιμη αντιμετώπιση των δυσκολιών, η απόγνωση κι η ηρωική απόφαση να δοθεί τέλος όταν όλα δείχνουν να έχουν χαθεί: στάσεις ζωής, επιλογές των ηρώων, που ξεδιπλώνουν μπρος στα μάτια του θεατή την τραγικότητα της μοίρας του ηττημένου, αυτού που ξάφνου γίνεται εχθρός και διωγμένος του ίδιου του τόπου του. Αντιμέτωποι, αρχικά, με τη δίψα και την αρρώστια, θα περάσουν στο φάσμα της πείνας και της σωματικής εξόντωσης.
Αυτό που εντείνει την τραγικότητα της θέσης τους είναι η συμπεριφορά των χωρικών που συναντούν. Η ταινία δεν προσπαθεί να ερμηνεύσει την εχθρότητα και την επιθετικότητά τους, παρουσιάζει όμως, συνεχή επεισόδια ύπουλης συμπεριφοράς, προσπάθειας προδοσίας των ανταρτών ή και δολοφονίας τους. Είναι ο φόβος, είναι η αναμονή κέρδους από την κατάδοση, είναι οι ιδεολογικές διαφορές; Το σίγουρο είναι πως οι συμπεριφορές αυτές καταδικάζονται ως αναίτιες κι ανήθικες: «φάγαμε ψωμί μαζί, ρε» φωνάζουν στον αγρότη που τους πυροβολεί πισώπλατα αφού τους έχει φιλέψει κι είναι σαν η κραυγή αυτή να συμπυκνώνει όλο το παράπονο των ανθρώπων που χάνουν αδικαιολόγητα το μόνο στήριγμά τους, την υλική και ηθική υποστήριξη από τους συμπατριώτες τους.
Η κούραση κι η βεβαιότητα πως τα έχουν χάσει όλα θα τους κάνει να προκαλούν τη μοίρα τους. Βλέπουμε τον αντάρτη που υποδύεται ο Τσάγκλος, να πυροβολεί προσελκύοντας την προσοχή των χωρικών, που θα υποδείξουν τη θέση τους στο στρατό μετά, να σκοτώνει τον οδηγό του φορτηγού ενώ ξέρει πως έτσι σπρώχνονται πιο κοντά στην καταστροφή. Ρισκάρει συνεχώς τη ζωή του ξέροντας πως ζει τις τελευταίες του στιγμές, παίζοντάς τα όλα για όλα.
Το 1984, οπότε και ολοκληρώνεται η ταινία, η αναφορά στη δράση των ταγμάτων ασφαλείας, στον εξοπλισμό των χωρικών κατά των ανταρτών, στον εκφοβισμό και την εξόντωση όσων τους βοηθούσαν –θέματα που θίγονται σαφώς- δεν εμποδίζεται από τη λογοκρισία. Αντίθετα, η εποχή δέχεται και την αναφορά σε συγκεκριμένα πρόσωπα και πράγματα που σφράγισαν την ιστορία: ο Παυλάκος και οι συμμορίες του που στοιχειώνουν τη μνήμη και τις αφηγήσεις των γεροντότερων πελοποννησίων διαφαίνονται στην ταινία στο διωγμό των συνεργών των ανταρτών, τον εξοπλισμό των εχθρικά διακείμενων για να γίνουν διώκτες τους. Ο Ζαχαριάς κι η παράδοσή του, από την άλλη, σηματοδοτούν και προοικονομούν την ήττα και την εξαφάνιση της ομάδας των Εννέα. Η ταινία σχολιάζει την ήττα, μιλώντας για την αποκοπή της ομάδας από τον υπόλοιπο κόσμο, τη σωματική εξάντληση, τη διάλυση του Δημοκρατικού Στρατού μέσω της φυσικής εξόντωσης των μαχητών του: ένας σώζεται από τους Εννέα για να μπορέσει να μαρτυρήσει όσα έγιναν.
Η περιγραφή πάντως δεν αδιαφορεί για το μεγαλείο της ψυχής τους. Ο αρχηγός της ομάδας (Καλαβρούζος) φέρεται πολύ πιο υπεύθυνα, κρατάει τα ηνία της ομάδας και την ψυχραιμία του ως το τέλος. Όταν τραυματιστεί και αντιληφθεί πως έχασε το παιχνίδι, θα παροτρύνει το νεαρό της ομάδας να φύγει και θα αυτοκτονήσει. Οι άλλοι αντάρτες φροντίζουν τον άρρωστο σύντροφό τους και δεν τον παρατούν, αν και είναι φανερό πως θα τους παγιδεύσει όλους με το «βάρος» του.
Οι ταινίες της εποχής αντικατοπτρίζουν τη συλλογική μνήμη της Αριστεράς για τον Εμφύλιο. Σύμφωνα με τον Ελεφάντη στη μνήμη αυτή «το στρατιωτικό σκέλος δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αίγλη. Όλοι μιλούν για την ήττα και αναζητούν τις αιτίες[2]». Η Κάθοδος περιγράφει τη διαδρομή προς το τέλος, εξιστορεί την κατάρρευση κι οι μάχες που περιλαμβάνονται στη δράση δεν είναι παρά η φυγή του κυνηγημένου κι οι απέλπιδες και ατελέσφορες προσπάθειες για επιβίωση.
Ο Σιοπαχάς κάνει μια ταινία που μοιάζει με το αρχαίο δράμα. Η τραγική της στιγμή είναι ο καμβάς των ψυχικών δραμάτων των εννέα πρωταγωνιστών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε μια καθαρή ολοκλήρωση, σε επίπεδο του μοντάζ, παρατηρούμε το μερικό και το συνολικό, ταυτόχρονα, έτσι όλη η ιστορία γίνεται ένα ενιαίο και οργανικό σύνολο[3].
Το φιλμ τιμήθηκε με πολλά βραβεία και διακρίσεις. Είναι η μοναδική ελληνική ταινία που βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα σκηνοθεσίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας, το 1985.
Το φιλμ τιμήθηκε με πολλά βραβεία και διακρίσεις. Είναι η μοναδική ελληνική ταινία που βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα σκηνοθεσίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας, το 1985.