Σκηνοθεσία: Αλέκος Σακελλάριος
Είδος: μεγάλου μήκους, κωμωδία
Σενάριο: Χρήστος Γιαννακόπουλος, Αλέκος Σακελλάριος
Παραγωγή: Φίνος Φιλμς
Διάρκεια: 90'
Σύνοψη της υπόθεσης[1]:
Ο Θόδωρος, ένας φιλήσυχος νοικοκύρης που αγανάκτησε από την εμφύλια φαγωμάρα που διαδέχθηκε την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, πέφτει για έναν μεσημεριανό υπνάκο και βλέπει στον ύπνο του, ότι οι Γερμανοί ξανάρχονται. Ένα ολοζώντανο όνειρο που θα εξελιχθεί σε εφιάλτη και θα τον ξαναγυρίσει στις μέρες που κρυφάκουγε το ραδιόφωνο που φύλαγαν στο πηγάδι. Στις μέρες της πείνας και της ανέχειας που κυριαρχούσε ο φόβος για τον Γερμανό κατακτητή. Μια τέτοια μέρα, Γερμανοί θα μπουκάρουν στην αυλή του σπιτιού του και θα τον συλλάβουν μαζί με άλλους άντρες του σπιτιού...
Παραγωγή: Φίνος Φιλμς
Διάρκεια: 90'
Σύνοψη της υπόθεσης[1]:
Ο Θόδωρος, ένας φιλήσυχος νοικοκύρης που αγανάκτησε από την εμφύλια φαγωμάρα που διαδέχθηκε την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, πέφτει για έναν μεσημεριανό υπνάκο και βλέπει στον ύπνο του, ότι οι Γερμανοί ξανάρχονται. Ένα ολοζώντανο όνειρο που θα εξελιχθεί σε εφιάλτη και θα τον ξαναγυρίσει στις μέρες που κρυφάκουγε το ραδιόφωνο που φύλαγαν στο πηγάδι. Στις μέρες της πείνας και της ανέχειας που κυριαρχούσε ο φόβος για τον Γερμανό κατακτητή. Μια τέτοια μέρα, Γερμανοί θα μπουκάρουν στην αυλή του σπιτιού του και θα τον συλλάβουν μαζί με άλλους άντρες του σπιτιού...
Πρόκειται για μεταφορά στην οθόνη του ομώνυμου θεατρικού έργου των Γιαννακόπουλου- Σακελάριου. Ο αφηγηματικός χρόνος της ταινίας συμπίπτει σχεδόν με το φυσικό(1947- 1948).Στην απελευθερωμένη Ελλάδα, η ζωή προσπαθεί να επανέρθει στους κανονικούς της ρυθμούς, αλλά τα κατάλοιπα του πρόσφατου παρελθόντος (Κατοχή, συνεργάτες φασιστών, Συμμαχικές Δυνάμεις) δεν επιτρέπουν την ομαλή προσαρμογή. Ένας «μέσος Έλληνας» της εποχής ετοιμάζει την κόρη του για γάμο με έναν εγγλέζο, με τις ευχές των γειτόνων, μιας και έτσι την «γλιτώνει από τον παλιότοπο» και δεν κινδυνεύει «να τη χάσει από αδέσποτη». Ο αριστερών πεποιθήσεων γείτονας, βέβαια, χαρακτηρίζει «ντροπή» το γάμο. Ταυτόχρονα με την πρώτη σκηνή εξελίσσεται κι ένας καβγάς μεταξύ νεαρών ανδρών «για τα πολιτικά» όπως δηλώνει ο πρωταγωνιστής, ενώ στη συνέχεια εμφανίζονται τραυματίες και παρακολουθούμε λεκτικές αψιμαχίες μεταξύ «αγγλόφιλων» και «ρωσόφιλων» μιας και δε χρησιμοποιούνται πιο συγκεκριμένοι πολιτικοί χαρακτηρισμοί. Μια ένοπλη συμπλοκή που ακολουθεί, χωρίς να διευκρινίζεται αιτία, προέλευση, προηγούμενα της ιστορίας κλπ αποδίδεται από τον πρωταγωνιστή ως κατάσταση παραλογισμού στην οποία ο καθένας που παίρνει «ένα κουμπούρι, χτυπάει αριστερά- δεξιά».
Στη συνέχεια μεταφερόμαστε σε έναν εφιάλτη του πρωταγωνιστή, όπου οι Γερμανοί επιστρέφουν κι όλοι ξαναζούν την Κατοχή σε κάθε πτυχή της: πείνα, εκτελέσεις, ξένοι κατακτητές και ντόπιοι συνεργάτες τους. Ο πρωταγωνιστής σχολιάζει την κατάσταση ως «τιμωρία» όσων δεν ήταν ικανοποιημένοι με τα αγαθά που απολάμβαναν πρωτύτερα, σα να μην έχει επίγνωση των αιτίων και των προβλημάτων που οδήγησαν στον εμφύλιο ή σα να μην τον αφορούν. Ενώ ακούνε εκπομπή του αγγλικού ραδιοφώνου, αφήνονται αρνητικοί υπαινιγμοί για τις μεταπολεμικές βλέψεις και εδαφικές διεκδικήσεις της Βουλγαρίας. Ακολουθεί ανακάλυψη και σύλληψή του από τη Βέρμαχτ και τον Έλληνα συνεργάτη της, κατά τη διάρκεια της οποίας σχολιάζει ότι τουλάχιστον θα πάει «από χέρι εχθρικό κι όχι αδελφικό» με σταθερή επωδό το «να δούμε τι είχαμε και τι χάσαμε». Δε σχολιάζεται το γεγονός της συνεργασίας Ελλήνων με τις κατοχικές δυνάμεις. Αιτία της σύλληψης φαίνεται να είναι το ραδιόφωνο από όπου ακούνε παρανόμως εκπομπές των Συμμάχων και το κρύψιμο του Άγγλου στρατιώτη- αρραβωνιαστικού. Εδώ δίνεται η ευκαιρία στον πρωταγωνιστή να εκφράσει τους φόβους του και την επιφύλαξή του απέναντι σε κάθε μορφή αντίστασης στον κατακτητή, προβάλλοντας παράλληλα ως επιλεγμένη στάση ζωής αυτή του φιλήσυχου υπάκουου –σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας- πολίτη.
Αφού δραπετεύσουν από τη φυλακή, καταφεύγουν σε μια νευρολογική κλινική όπου κρύβεται κι ένας ακόμη πατριώτης, ώστε όλοι μαζί να φύγουν στη συνέχεια για το βουνό. Σε συνάντηση με κάποιον από τους νοσηλευόμενους ακούγονται οι διάσημες πια φράσεις «Άνθρωποι! Άνθρωποι! Αιμοδιψείς, αιμοχαρείς κι αιμοβόροι! Προς τι η αιματοχυσία; Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;». Οι απόψεις που διαφαίνονται πίσω από τις φράσεις αυτές βρίσκουν σύμφωνο τον πρωταγωνιστή, ο οποίος δηλώνει τυφλή εμπιστοσύνη στον λανθασμένα θεωρούμενο «οδηγό» τους στην ελευθερία και τον καλεί να γίνουν και φίλοι αφού «κόψει πρώτα αυτό το μούσι», ίσως γιατί η εικόνα του γενειοφόρου παραπέμπει άμεσα στους αντάρτες της Κατοχής και τους στρατιώτες του Δ.Σ. της εποχής του.
Στη συνέχεια, συναντιέται με τον πραγματικό «σύνδεσμο», στο πρόσωπο του οποίου διακωμωδείται ο αριστερός λόγος ως ξύλινος κι ακατανόητος κι η θεωρητική του ανάλυση ως αναβλητικότητα και στείρα αναζήτηση ιδεολογικής καθαρότητας. Στο διάλογο για το πού θα καταφύγουν «θα πάμε στην Κρυσταλλοπηγή- Όχι στα Πέντε Κυπαρίσσια» έχουμε και σαφή εμφάνιση του διχασμού στη διάρκεια της Αντίστασης αλλά, επίσης, μια αναφορά στην εμφύλια εμπόλεμη σύρραξη που διεξάγεται στα βουνά.
Στο τέλος της ταινίας, όταν πια ο πρωταγωνιστής ξυπνήσει κι αντιληφθεί ότι όλα αυτά ήταν ένας κακός εφιάλτης, η ζωή φαίνεται να συνεχίζεται. Η περιπέτεια του ονείρου λειτουργεί ως δίδαγμα κι επισφραγίζεται με την απελευθέρωση του πουλιού υπό την επωδό «προς τι το μίσος κι ο αλληλοσπαραγμός;». Κατά τη δήλωση του πρωταγωνιστή αυτό το όνειρο πρέπει να το δουν όλοι οι Έλληνες. Όσο για τους Συμμάχους, όταν ο άγγλος αρραβωνιαστικός ξεχνάει το αδιάβροχό του, ο πεθερός του σχολιάζει «Το Foreign Office και το Κρεμλίνο να δεις τι ξεχασε…» αφήνοντας αιχμές προς πάσα κατεύθυνση.
Ο Εμφύλιος δεν έχει ακόμη τελειώσει: οι Γερμανοί ξανάρχονται θα θέσουν -σε ύφος κωμωδίας- τα ερωτήματά τους διατηρώντας αποστάσεις και από τις δυο πλευρές, άλλοτε με συντηρητικό κι άλλοτε με ουμανιστικό λόγο στο στόμα ενός μέσου πολίτη κι ενός ψυχικά διαταραγμένου ασθενούς. Θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για την εποχή κι ίσως έξω κι από τα ενδιαφέροντα των δημιουργών να πάρουν πιο συγκεκριμένη θέση. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας φαίνεται να κρατά επιφυλακτική θέση απέναντι και στις δυο παρατάξεις: αποφεύγει να διαβάσει εφημερίδες και καταφεύγει σε περιοδικά «ποικίλης ύλης», αποκαλεί τους εμπλεκόμενους «επαγγελματίες της κουμπούρας». Στην τελευταία σκηνή, αποδίδοντας τον πόλεμο και τις διαμάχες στην «κακία» του ανθρώπου γενικώς –χωρίς έθνος, τάξη, ιδεολογία κλπ- επικαλείται το ερώτημα του ψυχασθενούς, ο οποίος –συμβολικά;- έχει πέσει νεκρός από τα πυρά των Γερμανών, που πρόσκαιρα είχαν συνενώσει τα αλληλοσπαρασσόμενα ελληνικά μέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου