Σημειωματάριο για τον Εμφύλιο και τον Κινηματογράφο

Περιηγηθείτε στις σελίδες του για να βρείτε

- ταινίες που αναφέρονται στον ελληνικό Εμφύλιο (1946-1949)

- κριτικές παρουσιάσεις των ταινιών

- συνεντεύξεις των σκηνοθετών και άρθρα για το έργο τους

- στοιχεία για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, από το 1906 μέχρι σήμερα

- κείμενα για τη σχέση Ιστορίας και Κινηματογράφου

- αναφορές στη διαδικασία παραγωγής μιας ταινίας και τους παράγοντες που διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα


- βιβλιογραφία για τον Εμφύλιο, για τον ελληνικό κινηματογράφο, για την αξιοποίηση των φιλμ μυθοπλασίας ή τεκμηρίωσης στη διδασκαλία της Ιστορίας

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Οι Παράνομοι (1958), Ν. Κούνδουρου




Σκηνοθεσία Σενάριο: ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ ΝΙΚΟΣ 
Είδος:ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ, ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΗ 
Δ/ντής Φωτογραφίας:VARRIANO GIOVANNI 
Μοντάζ:ΤΣΑΟΥΛΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ ΝΙΚΟΣ 
Ηχολήπτης:ΔΑΜΑΛΑΣ ΜΙΚΕΣ 
Σκηνογράφος: ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΑΣΟΣ 
Μουσική Σύνθεση:ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΜΑΝΟΣ 
Παραγωγή:ΦΙΝΟΣ ΦIΛM, ΜΙΝΩΣ ΦΙΛΜ
Διάρκεια: 94΄


Σύνοψη της υπόθεσης[1]: 
Μια ταινία, χαρακτηριστικό δείγμα της νέας πνοής του ελληνικού κινηματογράφου. Ο Κούνδουρος χρησιμοποίησε κλασικά μοτίβα, όπως εκείνο της παρανομίας και της περιπλάνησης στην ύπαιθρο, σε συνδυασμό με στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού, προερχόμενα από τον αστείρευτο θησαυρό της αρχαίας τραγωδίας και της λαϊκής παράδοσης. Τρεις φυγάδες (Τίτος Βανδής, Ανέστης Βλάχος και Πέτρος Φυσούν) προσπαθούν, ο καθένας για δικούς του λόγους, να διαφύγουν τη σύλληψή τους από τη χωροφυλακή. Καταδιώκονται, επειδή ο ένας σκότωσε τον αδερφό του για ένα κομμάτι γης, ο άλλος είχε αντιστασιακή δράση, και ο τελευταίος επειδή δολοφόνησε τον προδότη που ευθυνόταν για την καταστροφή ενός ολόκληρου χωριού από τους Ναζί.


[1] http://www.tainiothiki.gr/v2/filmography/view/1/1770

Η τριάδα των Παράνομων αποτελείται από έναν παλιό αντάρτη (Κοσμάς) που έχει χάσει πια τον πολιτικό του στόχο, έναν κοινό τυχοδιώκτη- παραβάτη, που οι συγκυρίες τον έσπρωξαν στο βουνό αλλά κι έναν εκδικητή- δολοφόνο δοσίλογου,  που είναι κι ο μόνος ήρωας που θα επέτρεπε την ταύτιση στο θεατή (Πέτρος). Προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια κοινή διαδρομή, συμπαρασύρουν και μια γυναίκα, με ασαφή ιστορία, πολεμώντας τους κυνηγούς τους και τη μοίρα τους με θεμιτά κι αθέμιτα μέσα.
Το βουνό κυριαρχεί στην ταινία. Είναι ο αναγκαίος γεωγραφικός τόπος αλλά κι η σαφέστερη λεκτική παραπομπή, αφού «βγήκε στο βουνό» σήμαινε για κάποιον πως έγινε αντάρτης. Είναι το «θεατό της εποχής» όπως θα έλεγε ο Sorlin[1] , αυτό που οι θεατές είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν και να δεχτούν χωρίς να παραξενευτούν. Γενικά πλάνα, λήψεις από πάνω, με τους ήρωες να σκαρφαλώνουν στα ξερά βράχια, να τρυπώνουν σε κρυφές σπηλιές σαν αγρίμια, να κρύβονται από τους χωροφύλακες, δίνουν τη διάσταση του χώρου που λειτουργεί προστατευτικά για τους ήρωες. Οι δυο από αυτούς το ξέρουν, τους είναι οικείο, έχουν πάρει κι αυτοί το χαρακτήρα του: άγριοι, άκαμπτοι, εμποτισμένοι με την απλή λογική της επιβίωσης, χωρίς ηθική και ιδεολογία, όπως κι η άγρια φύση.
Η φυσιογνωμία του αρχηγού (Τ. Βανδής) λειαίνεται λίγο από τα αρχικά του κίνητρα, την αντίσταση, δηλαδή, στην αδικία, που τον οδηγούν σε μια γενικότερη περιφρόνηση για το νόμο και την εξουσία. Η αγριότητα της ζωής του κι ο αγώνας να επιζήσει, τον κάνουν σκληρό κι αδίστακτο. Υποστηρίζεται πως ο χαρακτήρας που αποδόθηκε στον αρχηγό είναι αλλοιωμένος επίτηδες για να αποφευχθεί το ψαλίδι της λογοκρισίας[2].  Του αποδίδονται εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου για να φανεί ότι η ταινία δεν υποστηρίζει τους «συμμορίτες». Ο σύντροφός του είναι ένα άτομο που ζει ενστικτωδώς. Χοντροκομμένος, ανίκανος να νιώσει ή να σκεφτεί πέρα από το άμεσο, κοντόφθαλμο όφελός του, πρωτόγονος -ενδεικτικός ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τη γυναικεία ομορφιά «χοντρή, με μακριές πλεξούδες», ρόλος που τον αναλαμβάνει ο μετέπειτα «κακός» του ελληνικού κινηματογράφου, Αν. Βλάχος.
Διαφοροποιείται ο αφηγητής της ταινίας, ο καινούριος. Είναι αυτός που κινεί την πλοκή από την αρχή της ταινίας: η δολοφονία που διαπράττει οδηγεί τη χωροφυλακή στο κατόπι τους κι έτσι ξεκινά η καταδίωξη. Παράλληλα, είναι και ο πιο «συνειδητός» ιδεολογικά, ο μόνος με στοιχεία ηθικής συμπεριφοράς. «Δεν άντεχα να βλέπω τον Καραμάνο (ο δοσίλογος) στο καφενείο κι όλους να του κάνουν τσιριμόνιες…» λέει, δικαιολογώντας τα κίνητρά του. Σκοτώνει για να εκδικηθεί την οικογένεια και τους συντρόφους του και στο τέλος, αμετανόητος, θα παραδοθεί. Με κριτικό μάτι τον βλέπει ο σκηνοθέτης και αυτόν, αντιπαραθέτοντας στην κριτική του προς το βόλεμα του κόσμου και στην ανάληψη του έργου της απονομής δικαιοσύνης, τα λόγια του αρχηγού «να μάθεις τι θέλει ο κοσμάκης για λογαριασμό του: ένα περβολάκι, μερικά κουτσούβελα, μια γυναίκα…»
Πρόκειται για μια ταινία φτιαγμένη στα πρώτα χρονικά «απόνερα» του Εμφυλίου, στον απόηχό του. Οι ήρωες κι η εποχή δεν σηματοδοτούνται ξεκάθαρα[3] , έτσι που θα μπορούσαμε να τους τοποθετήσουμε και σε άλλους χρόνους και τόπους. Το τοπίο, πιο συγκεκριμένα, είναι τα Μετέωρα, πρόσφορος χώρος για τα βιαστικά ημιπαράνομα γυρίσματα του Κούνδουρου, χωρίς συγκεκριμένες αναφορές.  Ηθελημένη ασάφεια για προστασία από τους μηχανισμούς της λογοκρισίας ή για τη δημιουργία μιας διαχρονικής μελέτης του θέματος; Ό,τι κι αν εξηγεί την επιλογή του σκηνοθέτη, το βέβαιο είναι πως το θέμα –σε μια πρώτη, τουλάχιστον, θέαση-  μοιάζει να είναι όχι ο Εμφύλιος αλλά η προσωπική πορεία ανθρώπων που πετιούνται στο κοινωνικό περιθώριο και την παρανομία με πολιτικά ή ηθικά κίνητρα.
Ο Κούνδουρος, όμως, δεν είναι αμέτοχος της ιστορίας του τόπου: ενταγμένος στην αριστερά, με στρατιωτική θητεία στη Μακρόνησο, θα φέρει στο έργο του τις ιδέες του και θα χαρακτηριστεί από αυτές. Αντιμετωπίζει το έργο του «ως κραυγή» για ό,τι συνέβαινε τότε (συνέντευξη στην εκπομπή Μονόγραμμα, Οπτικοακουστικό αρχείο της ΕΡΤ). Επιπλέον, η ταινία κυκλοφορεί σε μια θετική, αρχικά, συγκυρία: το 1958 η Αριστερά θα φτάσει το 25% ως εκλογικό ποσοστό, ενθαρρυντικό μεν, όχι όμως κι αρκετό για να εγκαθιδρύσει συνθήκες δημοκρατίας ή ελευθερίας λόγου στη χώρα. Ξέροντας, λοιπόν, πως πρέπει να περάσει τις συμπληγάδες της λογοκρισίας, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να «κρύψει» κάποιες από τις προθέσεις του.
Παρόλα αυτά κατορθώνει να αρθρώσει λόγο απέναντι σε ένα γεγονός που κανείς δεν τολμά να αγγίξει. Ο ήρωας- αφηγητής δικαιώνεται στα μάτια του θεατή γιατί αυτοδικεί, χωρίς να κλείνει τα μάτια στην αδικία που όλοι βλέπουν γύρω τους: οι δοσίλογοι κι οι συνεργάτες των κατακτητών έγιναν κριτές και διώκτες των απελευθερωτών της χώρας. Απολαμβάνουν θέσεις, αξιώματα και τιμές και σπέρνοντας τον τρόμο παραχαράσσουν την ιστορική μνήμη. Εξαγοράζουν τη συνείδηση χωρικών, μετατρέποντάς τους σε κυνηγούς κεφαλών των ανταρτών: «πέντε χιλιάδες για ένα κεφάλι… να το δείχνουν στα χωριά να βάλουν μυαλό οι άλλοι», όπως λέει ο Κοσμάς στην ταινία. Ο αφηγητής θα διαταράξει την ηρεμία τους και για αυτό θα κυνηγηθεί.
Ο αρχηγός -Τ. Βανδής-  διαφυλάσσει την αξιοπρέπεια του, διαλέγοντας να πεθάνει με το κεφάλι ψηλά και θυσιαζόμενος για να σώσει τον αφηγητή. Εξιλέωση και ταυτόχρονα μάθημα ηθικής προς τις επίσημες αρχές: όταν αυτός ο ποινικός εγκληματίας θυσιάζεται για να προστατεύσει τον νεαρό ιδεολόγο, οι χωροφύλακες σκοτώνουν εν ψυχρώ τον τρίτο της ομάδας αφού πρώτα του έχουν υποσχεθεί πως δε θα τον πειράξουν αν παραδοθεί. Η εικόνα αυτή των επίσημων αρχών θεωρείται ότι κόστισε τελικά το «κόψιμο» της ταινίας.
Η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 1958 και απέσπασε θετικές κριτικές. Πρόλαβε να παιχτεί μόνο μια βδομάδα, έκοψε όμως 13.364 εισιτήρια, κατατασσόμενη 28η ανάμεσα στις 51 ταινίες που παίχτηκαν ολόκληρη τη σεζόν 1958/1959[4] .



[1] Sorlin, 2004, 84
[2] Ανδρίτσος, 2004: 117
[3] Γουδέλης, 1994:37
[4] Ανδρίτσος, 2004:119