Σκηνοθέτης -Σενάριο: ΤΖΗΜΑΣ ΝΙΚΟΣ
Είδος: ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ, ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ
Δ/ντής Φωτογραφίας: ΚΑΒΟΥΚΙΔΗΣ ΝΙΚΟΣ
Μοντάζ: ΛΥΚΑΣ ΠETPOΣ
Ηχολήπτης: ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ, ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Σκηνογράφος: ΔΡΙΝΗ ΕΡΣΗ, ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΑΣΟΣ
Ενδυματολόγος: ΔΡΙΝΗ ΕΡΣΗ
Μουσική Σύνθεση: ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΚΗΣΔιάρκεια: 125΄
Σύνοψη της υπόθεσης[1]:
Ο Εμφύλιος Πόλεμος που ρήμαξε τη χώρα τελείωσε και ένας απ’ τους πολλούς φυγάδες αγωνιστές της Αριστεράς, ο Νίκος Μπελογιάννης, ο άνθρωπος με το αφοπλιστικό χαμόγελο και το γαρύφαλλο, πρώην λοχαγός του ΕΛΑΣ, επιστρέφει στην Ελλάδα… Η κυβέρνηση Πλαστήρα, θέλοντας να εδραιώσει τη γαλήνη και να βοηθήσει την ανασυγκρότηση του τόπου, αντιμετωπίζει τους κομμουνιστές με σχετική επιείκεια. Οι στρατιωτικοί και οι μυστικές υπηρεσίες, όμως, με επικεφαλής τον Διευθυντή Ασφαλείας και τον αρχηγό της ΚΥΠ –υπό την άμεση καθοδήγηση του αμερικανού σταθμάρχη της ΣΙΑ και του πρέσβυ των ΗΠΑ– δεν βλέπουν με καλό μάτι τις εξελίξεις, ιδιαίτερα όταν το κόμμα του Πλαστήρα ξανακερδίζει τις εκλογές. Στην προσπάθειά τους να υπονομεύσουν την κυβέρνηση, στήνουν μια «κομμουνιστική συνωμοσία» και δίνουν ευρεία δημοσιότητα στη σύλληψη του Μπελογιάννη και της αγαπημένης του συντρόφου Έλλης Ιωαννίδου, καθώς και μερικών άλλων μελών του ΚΚΕ…
[1] http://www.tainiothiki.gr/v2/filmography/
Με αφορμή τη δίκη και την εκτέλεση ενός ηγετικού προσώπου και συμβόλου της Αριστεράς, του Νίκου Μπελογιάννη, ο Τζίμας δημιουργεί την «εμπορικότερη» πολιτική ταινία της περιόδου, με 1,5 εκατομμύριο εισιτήρια.
Οι αρχικές σκηνές περιγράφουν το κλίμα βίας και τις προκλήσεις του παρακράτους παράλληλα με τις συλλήψεις αριστερών και τις «αναβαπτίσεις» που επιτελούνται στη Μακρόνησο. Βασανιστήρια, δολοφονίες, δηλώσεις μετάνοιας είναι το φόντο των τίτλων της ταινίας. Επίσημα, πάντως, ο Εμφύλιος έχει τελειώσει. Ο Ν. Μπελογιάννης, έρχεται στην Ελλάδα –είχε καταφύγει στο εξωτερικό μετά την ήττα του Δ.Σ.- και κρύβεται σε συντροφικό σπίτι, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο.
Ενώ από την κυβέρνηση Πλαστήρα φαίνεται να υπάρχει κλίμα ανοχής προς τους κομμουνιστές, αυτό δε βρίσκει σύμφωνους τους Αμερικανούς. Οι αντιθέσεις στο επίπεδο του Κράτους εξηγούν και την απόφαση του Μπελογιάννη να αφεθεί να συλληφθεί μαζί με τους συντρόφους του -παρά να διατρέξει τον κίνδυνο να τους σκοτώσουν κυνηγημένους- ώστε «να αναγκαστούν να τους δικάσουν και να δώσουν μια ακόμη μάχη». Δε συλλαμβάνονται πάντως σε αυτό το μπλόκο αλλά στη συνέχεια σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι που χρησιμοποιούν για ανταλλαγή μηνυμάτων.
Στην ταινία παρακολουθούμε δραματοποιημένα τα παρασκήνια τόσο του κυβερνητικού χώρου και των Αμερικανών όσο και τις εσωτερικές συνεννοήσεις στο Κομμουνιστικό Κόμμα, σε συζητήσεις μεταξύ Μπελογιάννη, Πλουμπίδη και λοιπών συναγωνιστών τους. Οι στρατιωτικοί κι οι μυστικές υπηρεσίες που ελέγχονται από την υπερδύναμη, σε μια προσπάθεια υπονόμευσης της κυβέρνησης, στήνουν μια «κομμουνιστική συνομωσία» και συλλαμβάνουν θριαμβολογώντας για την νίκη τους την Έλλη Ιωαννίδου (Παππά), το Νίκο Μπελογιάννη και άλλους συντρόφους τους. Ως συνέπεια των μεθοδεύσεων του ξένου παράγοντα, το έκτακτο στρατοδικείο καταδικάζει τους συλληφθέντες σε θάνατο. Η εκτέλεση της ποινής αναστέλλεται με παρέμβαση του Πλαστήρα, αλλά νέο τακτικό στρατοδικείο θα στηθεί γρήγορα με υπόδειξη των Αμερικανών. Η διαδικασία της δίκης δίνει την ευκαιρία στο σκηνοθέτη να δημιουργήσει μια δυναμική απολογία για τους κατηγορουμένους, ιδιαίτερα για την Έλλη και το Νίκο. Η κατάφωρη αδικία συμβολίζεται με σεναριακές επιλογές όπως η άρνηση νερού στους κατηγορουμένους, που παρά ταύτα αποστομώνουν τους μάρτυρες κατηγορίας κι αποκαλύπτουν τα ψεύδη και τις σκευωρίες τους. Η απολογία του Λαζαρίδη κινείται στο ίδιο κλίμα: δηλώνει πως καταδικάζεται από ένα στρατοδικείο σαν αυτό με το οποίο οι Γερμανοί καταδίκασαν τον πατέρα και οι Βούλγαροι συνεργάτες τους τη μάνα του και για τους ίδιους λόγους: « γιατί είμαι ένας Έλληνας πατριώτης που αγωνίστηκε να φύγουν οι ξένοι από τον τόπο του».
Ο Πλουμπίδης στέλνει επιστολή, με την οποία διαβεβαιώνει ότι αυτός είναι ο επικεφαλής του παράνομου μηχανισμού του κόμματος και όχι ο Μπελογιάννης, αλλά τόσο οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες, όσο και η εκτός Ελλάδας ηγεσία του ΚΚΕ θεωρούν την επιστολή του πλαστή. Η έκπληξη κι η πίκρα των ανθρώπων που γνωρίζουν για την παράλογη απόφαση επαναφέρουν ένα από τα αγαπημένα θέματα της συζήτησης για τον Εμφύλιο και τη μετεμφυλιακή περίοδο: αυτό των ευθυνών του ΚΚΕ για τις αποφάσεις που πήρε και που οδήγησαν στην ήττα του κινήματος. Επιπλέον τίθεται κι ένα ζήτημα που απασχολεί και τους αριστερούς της μεταδικτατορικής περιόδου, αυτό της υπακοής στις αποφάσεις του Κόμματος και της δυνατότητας άσκησης κριτικής ή άρνησης εκτέλεσής τους. Οι πρωταγωνιστές στην ταινία επιλέγουν τη συμμόρφωση για χάρη της διατήρησης της κομματικής ενότητας, ενώ περισσότερο αφήνουν να εκφραστεί η απογοήτευσή τους οι μη άμεσα εμπλεκόμενοι, ο δικηγόρος, οι φίλοι. Έτσι, κι αφού και ο Βασιλιάς, με την παρακίνηση των αμερικανών και πάλι, αρνηθεί τη χάρη που του ζητούν επιφανείς προσωπικότητες της πολιτικής, της τέχνης και των γραμμάτων από όλο τον κόσμο, παραβιάζοντας ακόμη και τις συνήθεις πρακτικές των εκτελεστών, ο Μπελογιάννης και τρεις ακόμη σύντροφοί του εκτελούνται ξημερώματα Κυριακής, 31 Μαρτίου 1952.
Η ταινία κλείνει με ένα πλάνο που γεμίζει σιγά σιγά κόκκινα γαρύφαλλα και αντικαθίσταται από φωτογραφίες του Λαμπράκη, του Πέτρουλα, του τανκ έξω από το Πολυτεχνείο, του χάρτη της διχοτομημένης Κύπρου. Μοιάζει σα μια προσπάθεια να ενωθούν τα κυριότερα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας, από την Κατοχή και μετά, στο φόντο των αγώνων και των θυσιών της δημοκρατίας και της αριστεράς.
Βραβεύεται ως η καλύτερη ταινία του 1980 από την Ένωση Κριτικών και παίρνει το γ΄ βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ειδικό βραβείο στο Φεστιβάλ Μόσχας την ίδια χρονιά.
Συμπληρωματικά για σχολιασμό:
Ν. Μπελογιάννης «Ο Εμφύλιος είναι το μεγάλο έγκλημα της μισαλλόδοξης άκρας Δεξιάς» «Όποιος συμμετέχει σε έναν εμφύλιο δε μπορεί παρά να κάνει πράγματα για τα οποία δεν είναι περήφανος» «Η παράταξή μας μπορούσε να άρει την εξουσία μετά την Απελευθέρωση, είχε την πλειοψηφία με το μέρος της. Επέλεξε το δρόμο της Δημοκρατίας» «Οι υπηρέτες των γερμανών, σήμερα έγιναν υπηρέτες των Αμερικάνων»
Έλλη Παππά «Δικαζόμαστε για τις ιδέες μας, τις οποίες μου ζήτησαν και να απαρνηθώ για να με ελευθερώσουν» «Η ζωή μας ήταν ένας διαρκής αγώνας για την ανεξαρτησία» «ντροπή για την ανάκρισή μου από Αμερικανό αξιωματούχο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου