Φωτογραφία: Σίμος Σαρκετζής
Μοντάζ: Πάνος Βουτσαράς
Ήχος: Στέφανος Ευθυμίου
Σκηνικά: Απόστολος Βέττας
Κοστούμια: Λουκία Χατζέλου
Μουσική: Γιάννης Αγγελάκας
Είδος Ταινίας: Δραματική, Εποχής, Ιστορική, Πολεμική
Συμπαραγωγή : ΑΛΚΟ ΦΙΛΜΣ ΜΕΠΕ, Black Orange, Υπουργείο Πολιτισμού, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Ε.Ρ.Τ., GRAAL, NOVA και Υπουργείο Παιδείας & Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας
Διάρκεια: 130΄
Διάρκεια: 130΄
Σύνοψη υπόθεσης[1]
Η ταινία «ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ» αφουγκράζεται την συνταρακτική ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου που δεν έχει νικητές και ηττημένους, παρά μόνο ανθρώπινες, τραγικές ιστορίες να διηγηθεί. Χρόνος: οι τελευταίοι μήνες του πολέμου. Τόπος: ο Γράμμος και το Βίτσι, τα πανέμορφα και ματωμένα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας. Πρόσωπα: δύο αδέλφια, ο Ανέστης (Χρήστος Καρτέρης), 17 χρονών και ο Βλάσης (Γιώργος Αγγέλκος), 14. Έχουν επιστρατευτεί, ο Ανέστης από τον Εθνικό στρατό, ο Βλάσης από τον Δημοκρατικό στρατό. Μεγαλωμένα στα χωριά και τα βουνά της περιοχής, χρησιμοποιούνται ως οδηγοί, σε άγνωστα και δύσβατα μονοπάτια και περάσματα. Η τύχη τους, τύχη των τότε καιρών. Πολυβόλα, αμερικάνικες βόμβες Ναπάλμ, παράσημα ηρώων, στρατοδικεία, τόποι εκτελέσεων.
Βραβεία
Πρωτότυπης Μουσικής και Ήχου από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου
[1] http://critics.gr/Product/PsUXI-BAThA
Ο Π. Βούλγαρης υπήρξε ένας από τους πρώτους σκηνοθέτες του ΝΕΚ που ασχολήθηκαν με τον Εμφύλιο, στο Happy Day το 1975. Το 1986 γυρίζει τα Πέτρινα Χρόνια, ταινία που ασχολείται με την προσωπική ιστορία δύο κομμουνιστών, στο μετεμφυλιακό κράτος. Το 2009, επανέρχεται στο θέμα, αυτή τη φορά επικεντρώνοντας στον ίδιο τον πόλεμο, με την ταινία Ψυχή Βαθιά.
Πρόκειται για την ιστορία δύο αδελφών, 17 και 15 ετών, που πολεμούν στον Εθνικό και το Δημοκρατικό Στρατό. Γύρω τους κινούνται άλλα πρόσωπα σε παράλληλες ιστορίες, συμπολεμιστές τους, απλοί χωρικοί και αξιωματικοί του στρατού, η μητέρα τους κλπ. Όπως και στις άλλες του ταινίες, ο Βούλγαρης επιμένει στην ανάδειξη του προσωπικού στοιχείου, αναδεικνύει τις ατομικές ιστορίες. Εδώ πάντως η ιστορία δεν αγνοείται: ερμηνεύεται ο πόλεμος ως αδελφοκτόνος, ξένος και άσχετος με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, τις επιδιώξεις και τα συμφέροντά τους, υποκινούμενος από τους ξένους, που βάζουν «αδελφό να σκοτώνει αδελφό». Οι μεν περιμένουν τους Σοβιετικούς, που ποτέ δε φτάνουν κι οι δε δυσανασχετούν που οι Αμερικανοί τους «επιβάλλουν» τη χρήση ναπάλμ.
Η θέση αυτή υπηρετείται από τους τίτλους ακόμη της ταινίας, όταν στην αναφορά στους αριθμούς νεκρών ελλήνων δε γίνεται αναφορά ή διάκριση στις δεκάδες χιλιάδες νεκρών της Κατοχής, της Αντίστασης, του Δεκέμβρη του και της μεταβαρκιζιανής ακροδεξιάς τρομοκρατίας[1]. Στη συνέχεια, οι ήρωες, αν και τοποθετούνται στο Γράμμο, πολύ κοντά –χρονικά- στην πτώση του, ζουν σαν ο πόλεμος να μην τους αφορά άμεσα. Παρά την περιγραφικότητα των σκηνών μάχης, οι αντίπαλοι δεν αφήνουν να εννοηθεί καμία ένταση ή εχθρότητα που να δικαιολογεί τις φρικαλεότητες και τις εκατόμβες των νεκρών. Ο φόβος, το μίσος, η αίσθηση του κυνηγημένου δε γίνονται αισθητά[2].
Στις παλαιότερες ταινίες αναδεικνυόταν είτε η ηρωική διάσταση του Εθνικού Στρατού -στις πολεμικές ταινίες της δικτατορίας- είτε η διάσταση του θύματος για τους ηττημένους -στις ταινίες της Μεταπολίτευσης[3]-. Εδώ γίνεται φανερή η προσπάθεια να καταδειχτούν ως «καλοί» και συμπαθείς οι ήρωες και των δύο πλευρών. Δεν υπάρχουν αιχμές, αντιθέσεις, ο θεατής δεν καλείται να ταυτιστεί με έναν αλλά και με τους δύο αντιμαχόμενους. Καταβάλλεται προσπάθεια να κρατηθούν ίσες αποστάσεις και από τις δύο παρατάξεις, προσπάθεια που καταλήγει σε μια άτσαλη παρουσίαση του ΔΣΕ ως στρατού αφελών, αμόρφωτων αλλά ηρωικών ατόμων, ίσως τα «απωλολότα» πρόβατα- αδέλφια των ανοιχτόκαρδων παλικαριών του Εθνικού στρατού[4] που αντιπαλεύουν όσο μπορούν τις παράλογες υποδείξεις των αμερικανών.
Στα διαλείμματα των μαχών, οι αρχηγοί των δυο στρατών εμφανίζονται ως πατρικές φιγούρες, ενώ υπάρχει χρόνος για κρυφές συναντήσεις –αδελφικές ή ερωτικές- μεταξύ των αντίπαλων στρατιωτών. Στο επίπεδο αυτό αξιοποιούνται ιστορίες που έχουν καταγραφεί σε προσωπικά ημερολόγια και απομνημονεύματα κι από τις δυο πλευρές: ο έρωτας του Ανέστη με τη Φούλα, η εκδίκηση της Γιαννούλας, η αναζήτηση του νεκρού εγγονού από τον παππού, η διανυκτέρευση στην ίδια σκηνή σε μια επιβεβλημένη από το χιόνι ανακωχή, η παγωμένη αντάρτισσα κλπ. Η παράθεση όλων αυτών των παράλληλων ιστοριών αναπτύσσει επιφανειακά την πλοκή, εμποδίζοντας τους χαρακτήρες να αποκτήσουν βάθος[5].
Η ταινία πάντως υπηρετεί τον αρχικό της στόχο. Πραγματικά, η εικόνα που αποκομίζει ο θεατής είναι πως πρόκειται για έναν αναίτιο, αδελφοκτόνο πόλεμο, στον οποίο καμιά από τις δύο ελληνικές πλευρές δε φταίει. Έτσι, γίνεται μια «αναίμακτη» ματιά στον πιο αιματηρό πόλεμο, χάνεται όμως η αιτίαση της ιστορίας κι ακόμη, όπως σημειώνει ο Π. Βόγλης, «για το Βούλγαρη ο εμφύλιος πόλεμος είναι χωρίς νικητές αλλά και χωρίς νόημα. Για εκείνους, όμως, που τότε πολέμησαν σε αυτόν είχε νόημα…». Πιθανώς, τα 60 χρόνια που έχουν περάσει από το τέλος των μαχών και η φυσική εξαφάνιση των πρωταγωνιστών τους να επιτρέπουν ένα τέτοιο σβήσιμο της Ιστορίας. Ευαγγελίζεται μια μορφή συμφιλίωσης, απαλλάσσοντας και τις δύο πλευρές από ευθύνες και λάθη, στηρίζει όμως την πρότασή της σε παράβλεψη των κινήτρων των δρώντων προσώπων αλλά και των πράξεων τους, όσων προηγήθηκαν κι όσων ακολούθησαν, σε βάρος κυρίως των ηττημένων. Ακόμη και η θεωρία της επούλωσης του τραύματος και του προχωρήματος στη συγχώρεση και την αποδοχή του δικαίου του αντιπάλου, δεν αρκεί να δικαιολογήσει την επιλογή αυτή που προϋποθέτει τη λήθη ή την άγνοια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου