Σκηνοθεσία: ΑΝΔΡΕΟΥ ΕΡΡΙΚΟΣ
Είδος: ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ, ΠΟΛΕΜΙΚΗ
Διασκευή Σεναρίου: ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
Σενάριο Αρχική Πηγή: ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΝΑ" ΔΩΣΤΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ "
Δ/ντής Φωτογραφίας: ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Μοντάζ: ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΚΗΣ
Σκηνογράφος- Ενδυματολόγος: ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ
Μουσική Σύνθεση: ΚΑΤΣΑΡΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Παραγωγός: ΠΑΡΙΣ ΤΖΕΪΜΣ
Διάρκεια: 90΄
Σύνοψη της υπόθεσης[1]:
Ένας ευσταλής και γενναίος νέος, ο Γιώργος Δουμάκης, είναι αποφασισμένος να πολεμήσει τους Γερμανούς. Αγαπάει την αδελφή του παιδικού του φίλου Χρήστου Αποστόλου, τη Φιλιώ, η οποία εγκαταλείπει τους δικούς της και τον ακολουθεί στο βουνό. Μαζί περνούν στην Αντίσταση και πολεμούν τον κατακτητή, μέχρι που η Φιλιώ συλλαμβάνεται και πεθαίνει από βασανιστήρια στη φυλακή. Μετά την Απελευθέρωση, οι δύο παλιοί φίλοι θα βρεθούν σε αντίπαλα στρατόπεδα. Ο Γιώργος ξαναβγαίνει αντάρτης στο βουνό κι ο Χρήστος, ως αξιωματικός του ελληνικού στρατού, τίθεται επικεφαλής του αποσπάσματος που τον καταδιώκει. Ο Γιώργος συλλαμβάνεται και περνάει από στρατοδικείο. Στη διάρκεια της δίκης, οι δύο παλιοί φίλοι βλέπουν πολλά από τα πιστεύω τους να καταρρέουν, και συνειδητοποιούν έντονα τη ματαιότητα του αδελφοκτόνου πολέμου.
[1] http://www.tainiothiki.gr/v2/filmography/
Με παραγωγό τον Τζέιμς Πάρις, ο οποίος διέπρεψε στην παραγωγή πολεμικών ταινιών επί Χούντας [1], γυρίζεται το 1971 το Δώστε τα χέρια από τον Ε. Ανδρέου. Δυο νέοι, φίλοι κι επικείμενοι συγγενείς, αφού ο ένας έχει δεσμό με την αδελφή του άλλου, αντιστέκονται στους κατακτητές από διαφορετικές θέσεις. Ο Γιώργος Δημούλης μαζί με τη Φιλιώ φεύγουν για το βουνό ενώ ο αδελφός της κοπέλας, ο Χρήστος Αποστόλου πολεμά ως αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Στη διάρκεια της Κατοχής η Φιλιώ συλλαμβάνεται και εκτελείται από τους κατακτητές. Στη διάρκεια του Εμφυλίου, όπου και τοποθετείται χρονικά η υπόθεση, (οι πληροφορίες για τα προηγούμενα παρουσιάζονται ως φλας μπακ) οι δυο φίλοι βρίσκονται αντιμέτωποι. Μάλιστα, ο Γιώργος εισβάλλει στο σπίτι των Αποστόλου και σε ανταλλαγή πυροβολισμών σκοτώνεται ο παραλίγο πεθερός του. Συλλαμβάνεται και οδηγείται στο στρατοδικείο αλλά καταφέρνει να αποδράσει με τη βοήθεια των συντρόφων του. Στη συνέχεια, στο πεδίο των μαχών, οι δυο πρώην φίλοι έρχονται αντιμέτωποι κατέχοντας ηγετικές θέσεις του Δημοκρατικού και του Εθνικού Στρατού. Μετά από σκληρές μάχες στο Γράμμο, ο Δημούλης παραδίδεται στον Αποστόλου (όργιο σεναριακών συμπτώσεων) και οδηγείται στο στρατοδικείο. Εκεί δέχεται την επιείκεια του βασιλικού επιτρόπου και ο ίδιος οδηγείται στη μεταμέλεια για τις πράξεις του. Ενώ ολοκληρώνει την απολογία του, δολοφονείται από εμπαθή σύντροφό του, που έχει παρεισφρύσει στην αίθουσα και που δεν ανέχεται αυτό το κήρυγμα συμφιλίωσης.
Και στην ταινία αυτή οι χαρακτήρες και τα πρόσωπα αναπτύσσονται βάσει του διαχωρισμού σε πατριώτες και προδότες. Αντιστοίχως, αποδίδονται στις δυο πλευρές τα θετικά και αρνητικά χαρακτηριστικά, όπως περίπου αναφέρθηκαν και στις προηγούμενες αυτής της εποχής. Από τη μια οι βίαιοι, ανήθικοι, διαρρήκτες και δολοφόνοι κομμουνιστές, φανατισμένοι και παραπλανημένοι. Από την άλλη οι ήρωες, αξιαγάπητοι, φιλικοί και πατρικοί αξιωματικοί του στρατού, ευγενείς και αποφασιστικοί, εκπρόσωποι μιας υπεύθυνης και αξιόπιστης ηγεσίας. Οι πρώτοι συναντιούνται σε κακοφωτισμένα και βρώμικα εγκαταλελειμμένα κτίρια, είναι φοβισμένοι, ανεκπαίδευτοι και καχύποπτοι. Οι δεύτεροι, ψύχραιμοι και κυρίαρχοι του παιχνιδιού, σχεδιάζουν προσεκτικές και αποτελεσματικές ενέργειες από τα αστραφτερά τους γραφεία, σέβονται την ιεραρχία, θυσιάζονται με παρρησία. Η σύγκριση μεταξύ των δύο στρατών δεν αφορά την αριθμητική τους δύναμη, αλλά τονίζει την ποιοτική και τεχνολογική τους διαφορά με σαφή υπεροχή του εθνικού στρατού. Τονίζεται έτσι η δυνατότητα του τελευταίου να διασφαλίσει τα συμφέροντα της χώρας όποτε χρειαστεί, στηριγμένος στην ηθική και την υλική του ισχύ[2].
Η ταινία αποπειράται να μιλήσει για τις αιτίες του Εμφυλίου. Μετά την άμεσα εισπραττόμενη από το θεατή ερμηνεία της πάλης του Καλού με το Κακό, ο μεταμελημένος αριστερός αποδίδει την εμπλοκή του με τον κομμουνισμό στις δύσκολες κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες μεγάλωσε αλλά και στους «ψευτοπολιτικάντηδες, που ήταν η συμφορά του τόπου», τους «λογάδες της δεκάρας» που καλλιέργησαν τη διχόνοια και το φανατισμό. Η κατηγορία αυτή δεν αφορά μόνο τους ηγέτες του Κ.Κ. αλλά, συλλήβδην, την πολιτική ηγεσία κάθε ιδεολογικής προέλευσης[3] με το επιχείρημα ότι οι πολιτικοί εξυπηρετούν ξένα συμφέροντα που οδήγησαν τους Έλληνες στο διχασμό. Οι πολιτικοί και οι ξένοι φταίνε άρα για τον Εμφύλιο, όχι όλοι βέβαια, αλλά αυτοί που υποκίνησαν τους κομμουνιστές κατά της Πατρίδας τους. Οι υπόλοιποι απλώς βοήθησαν τους «πατριώτες» να διασώσουν τα ιερά και όσια από τους προδότες. Επαναλαμβάνεται κινηματογραφικά η άποψη της Χούντας περί «ξενοκίνητης ανταρσίας» την οποία ο εθνικός στρατός ανέλαβε να καταπνίξει, όπως το απριλιανό πραξικόπημα διέσωσε τη χώρα από την απειλή κατάληψης της εξουσίας από όργανα ξένων και κομμουνιστές.
Ο ΔΣΕ παρουσιάζεται ως κοινός κατακτητής και μάλιστα με απεικονίσεις που θυμίζουν αυτές που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για το ναζιστικό στρατό κατοχής[4]: μπλόκα και συγκέντρωση τρομαγμένων κατοίκων στην πλατεία του χωριού, αρπαγή παιδιών, άκριτες δολοφονίες.Η ιδεολογική- προπαγανδιστική ανάπτυξη της πλοκής θα προχωρήσει και στην αποσάθρωση του αντιστασιακού παρελθόντος των αριστερών ανταρτών, αφού αποδίδει τη δολοφονία της Φιλιώς σε προδοσία συνεργάτη των Γερμανών που στη συνέχεια εντάσσεται στο ΔΣΕ και πολεμά ως σύντροφος του Δημούλη. Το ΚΚΕ φαίνεται να στρατολογεί πρώην δοσίλογους για να στελεχώσει το Δημοκρατικό Στρατό. Το μοτίβο του διπλού πράκτορα που εμφανιζόταν ως συνεργάτης των Γερμανών για να βοηθά τους Έλληνες αντιστρέφεται για να χρησιμοποιηθεί ως δυσφήμιση του εαμογενούς μπλοκ. Επίσης, ο αγώνας «της Αντίστασης για μια καλύτερη Ελλάδα» αποδεικνύεται και υπό το πρίσμα αυτό μάταιος, (ο θάνατος της Φιλιώς αποδίδεται στην πλάνη της από τον αδελφό της) απομένοντας να αποτελεί μόνο τη «ρίζα του κακού»[5], του συμμοριτοπόλεμου, κι όχι τη μάχη απελευθέρωσης της χώρας από τον κατακτητή.
Ένα ακόμη στοιχείο που σχολιάζεται στην ταινία αυτή είναι το ζήτημα της συμφιλίωσης των δύο μερών με το τέλος του πολέμου. Στις προηγούμενες ταινίες η συμφιλίωση έρχεται με την ξεκάθαρη προσχώρηση των πρώην αριστερών στο αντίπαλο στρατόπεδο (Δραπέτες του Μπούλκες) και την αναγνώριση που επιφέρει την αποκατάσταση οικογενειακών σχέσεων (Στα σύνορα της προδοσίας). Εδώ παρουσιάζεται η ιδεολογική αλλαγή ως απόρροια της συνειδητοποίησης του λάθους, ως δηλαδή ενσυνείδητη πολιτική επιλογή υπό το φως της στοργικής φροντίδας της Πατρίδας, εκπροσωπούμενης από αξιωματικούς και στρατοδίκες. Το πρόσταγμα του τίτλου «Δώστε τα χέρια» υπαινίσσεται μια επί ίσοις όροις συμφιλίωση η οποία δεν επιτυγχάνεται ποτέ, αφού στα τέσσερα χέρια που ενώνονται στο τέλος τα δύο είναι του νεκρού Δημούλη . Η ταινία, παραβλέποντας ότι ίσοι όροι δεν μπορούν να υπάρχουν μεταξύ νικητών και νικημένων, αποδίδει την ευθύνη για την αποτυχία των προσπαθειών συμφιλίωσης στους φανατικούς αριστερούς που συνεχίζουν με εμπάθεια να δυναμιτίζουν το κλίμα, παραμένοντας επικίνδυνοι. Οι κοινές διαπιστώσεις των δυο φίλων για τη ματαιότητα του πολέμου αυτού δείχνουν υπό το πρίσμα αυτό να βαραίνουν με ευθύνες την αριστερή πλευρά, που έσυρε στη μάχη κι εξακολουθεί να μην αποδέχεται την ειρήνευση.
Η ταινία ανασυνθέτει την εμφύλια σύγκρουση υιοθετώντας την οπτική του καθεστώτος της χούντας και, συνολικότερα, της μετεμφυλιακής αντικομμουνιστικής ιδεολογίας. Δημιουργώντας εξαιρετικά στερεοτυπικούς χαρακτήρες, παρουσιάζει ένα σκληρό και αμφίρροπο εμφύλιο, τον οποίο ο στρατός κέρδισε αφού πρώτα χιλιάδες φαντάροι έχασαν τη ζωή τους στο μέτωπο. Όμως, αν και νικητής, εμφανίζεται να αντιμετωπίζει με κατανόηση τους ηττημένους και να προωθεί την «εθνική συμφιλίωση». Στις σκηνές του στρατοδικείου ο βασιλικός επίτροπος κηρύσσει «λήξασα την ξενοκίνητο ανταρσία», ενώ ο κομμουνιστής κατηγορούμενος, μεταμελημένος, κατηγορεί συλλήβδην τους «ψευτοπολιτικάντηδες, που ήταν η συμφορά του τόπου μας» (δηλαδή το κοινοβουλευτικό καθεστώς). Η ρητορική του φιλμ, απηχώντας την προπαγάνδα του καθεστώτος, δεν περιορίζεται στον εκδικητικό αντικομμουνιστικό λόγο που εμμένει στον αποκλεισμό, αλλά, «υπόσχεται» την εθνική συμφιλίωση με την προϋπόθεση της υποταγής των ηττημένων[6].
[1] Δική του παραγωγή είναι και το Στα σύνορα της προδοσίας και περισσότερες από δέκα άλλες ταινίες με σχετική θεματολογία.
[2] Στέλιος Κυμιωνής, Συναίνεση και διαφωνία στον ελληνικό κινηματογράφο κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών: Οι πολιτικές στάσεις των ταινιών Δώστε τα χέρια και Αυτοί που μίλησαν με το θάνατο, Ουτοπία, τχ. 47, 2001, σελ. 89-102
[3] Πολυμέρης Βόγλης, Από τις κάννες στις κάμερες: Ο Εμφύλιος στον ελληνικό κινηματογράφο, στο Αναπαραστάσεις του Πολέμου, επιμ. Φ. Τομαή, Αθήνα 2006, σελ. 109
[4] Στέλιος Κυμιωνής, ο.π., σελ. 92
[5] Γρηγόρης Θεοδωρίδης, Ο Κινηματογράφος ως «Ιστοριογραφία για την αντιμετώπιση των εχθρών του Έθνους», Αναπαραστάσεις του πολέμου, ο.π., σελ. 214
[6] Έντυπο του Φεστιβάλ Θεσ/νικης, Κατοχή και Εμφύλιος στον Ελληνικό Κινηματογράφο, Αίθουσα ΠΑΥΛΟΣ ΖΑΝΝΑΣ, 11 - 17 Μαΐου 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου