Σημειωματάριο για τον Εμφύλιο και τον Κινηματογράφο

Περιηγηθείτε στις σελίδες του για να βρείτε

- ταινίες που αναφέρονται στον ελληνικό Εμφύλιο (1946-1949)

- κριτικές παρουσιάσεις των ταινιών

- συνεντεύξεις των σκηνοθετών και άρθρα για το έργο τους

- στοιχεία για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, από το 1906 μέχρι σήμερα

- κείμενα για τη σχέση Ιστορίας και Κινηματογράφου

- αναφορές στη διαδικασία παραγωγής μιας ταινίας και τους παράγοντες που διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα


- βιβλιογραφία για τον Εμφύλιο, για τον ελληνικό κινηματογράφο, για την αξιοποίηση των φιλμ μυθοπλασίας ή τεκμηρίωσης στη διδασκαλία της Ιστορίας

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Θίασος, 1975, Θ. Αγγελόπουλος


Δείτε την ταινία


Σκηνοθεσία: ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ 
Είδος: ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ 
Σενάριο: ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ 
Δ/ντής Φωτογραφίας: ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ 
Μοντάζ: ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ, ΔΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΚΗΣ 
Ηχολήπτης: ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ
Σκηνογράφος: ΚΑΡΑΠΙΠΕΡΗΣ ΜΙΚΕΣ 
Ενδυματολόγος: ΠΑΤΣΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ 
Μουσική Σύνθεση: ΚΗΛΑΗΔΟΝΗΣ ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ 
Παραγωγός: ΠΑΠΑΛΙΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Διάρκεια: 230΄

Σύνοψη της υπόθεσης[1]: 
Η πορεία ενός θεατρικού μπουλουκιού που δίνει παραστάσεις στον ελλαδικό χώρο με το ίδιο πάντα έργο, τη Γκόλφω του Σπυρίδωνος Περεσιάδη. Τα μέλη του θιάσου έχουν μεταξύ τους σχέσεις ανάλογες με αυτές των προσώπων της κλασικής τραγωδίας Ορέστεια. Οι διαρκείς περιοδείες του θιάσου, ανά την Ελλάδα της περιόδου ’39-’52, γίνονται η αιτία ανάδυσης της πρόσφατης ιστορικής μνήμης: ένα μακρύ ταξίδι στο χώρο και το χρόνο, στους τόπους, τα βιώματα και τις μνήμες. Η ταινία αρχίζει το σωτήριο έτος 1952, με την άφιξη του θιάσου στο Αίγιο. Τον τόπο είχε επισκεφτεί ο θίασος το καλοκαίρι του 1939 και από ’κεί αρχίζει μια ατέλειωτη σειρά αναδρομών. Έτσι, τα ιστορικά γεγονότα των δεκατριών αυτών ετών αντανακλώνται μέσα στο περιβάλλον του θιάσου, επιδρούν στις διαπροσωπικές σχέσεις των μελών του, και τις επηρεάζουν καθοριστικά. 

Βραβεία-Διακρίσεις:
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1975: ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ, ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ, ΣΕΝΑΡΙΟΥ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ, ΚΟΙΝΟΥ, Α΄ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ, Α΄ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΚΙΝ/ΦΟΥ (FIPRESCI) 1975
ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ,
1975,
INTERFILM
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΤΑΟΡΜΙΝΑΣ, 1975, ΕΙΔΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ, 1976, BFI ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ,1976, AGE D' OR
ΙΑΠΩΝΙΑ, 1976, ΜΕΓΑΛΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΤΕΧΝΩΝ
ΙΤΑΛΙΑ, 1976, ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ 1965-1975
[1] http://www.tainiothiki.gr/v2/filmography/


Σε συνέντευξη του σκηνοθέτη, στο Σύγχρονο Κινηματογράφο[1], διαβάζουμε ότι τα γυρίσματα της ταινίας ξεκινούν τον τελευταίο χρόνο της Δικτατορίας και ολοκληρώνονται ένα χρόνο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και μετά την πτώση της χούντας. Στο μυαλό του σκηνοθέτη τίθεται το ερώτημα για την πολιτική χρησιμότητα μιας τέτοιας ταινίας, η οποία τελικά κρίνεται χρήσιμη ακόμη κι αν κατορθώσει να προβληθεί μόνο στο εξωτερικό.
Παρακολουθούμε  ένα μπουλούκι, περιπλανώμενους ηθοποιούς που παίζουν τη Γκόλφω ανά την ελληνική επαρχία. Υπάρχουν δυο οριακές χρονικές στιγμές, η αρχή και το τέλος της ιστορίας, που τους βρίσκουν στην ίδια κωμόπολη, το 1939 και το 1952. Έτσι η δράση των ηρώων ξετυλίγεται από το τέλος της δικτατορίας του Μεταξά και την αρχή του πολέμου, περνά από την Κατοχή στην Αντίσταση και την Απελευθέρωση, προχωρά στην άφιξη των συμμάχων και τον Εμφύλιο και καταλήγει στις εκλογές του 1952, με την εκλογή του Παπάγου, με το συνδυασμό του οποίου συνεργάζεται και εκλέγεται ο Γ. Παπανδρέου. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική: ξεκινά από το τέλος και συνεχείς ελιγμοί χρονικοί και φλας μπακ, εμβόλιμα στην τρέχουσα δράση, ξεδιπλώνουν την όλη ιστορία.
Εμφανής είναι η αναφορά στον αρχαίο μύθο των Ατρειδών. Τα ονόματα των ηρώων, οι χαρακτήρες και οι πράξεις τους μοιάζουν να αναπαράγουν τη γνωστή ιστορία. Ο αρχηγός του μπουλουκιού προδίδεται από τη γυναίκα του ερωτικά, ενώ ο εραστής θα γίνει και ο καταδότης του στους Γερμανούς που τον εκτελούν. Ο γιος του, ο Ορέστης, θα γίνει αντάρτης κι εκδικητής του πατέρα του, σκοτώνοντας τη μητέρα και τον εραστή της, με τη βοήθεια της αδελφής του, Ηλέκτρας. Η μικρότερη αδελφή, η Χρυσόθεμις, δεν ακολουθεί τα βήματα των αδελφών της. Φλερτάρει με την κάθε φορά εξουσία, εκπορνεύεται και παντρεύεται έναν αμερικανό στρατιώτη.
Ο σκηνοθέτης δε μένει πάντως στο επίπεδο της αναπαραγωγής του μύθου με σύγχρονα πρόσωπα. Η ταινία δεν προτείνει την ανάγνωση του ενδοοικογενειακού δράματος, δεν πρόκειται για προβλήματα μεταξύ αδελφών και γονέων και την αναγωγή τους στο εθνικό επίπεδο. Η πολιτική διάσταση εισβάλλει διαρκώς: ο εραστής είναι χαφιές των Γερμανών και στη συνέχεια παρακρατικός, ο Ορέστης εντάσσεται στο ΕΑΜ κι έπειτα συμμετέχει στον Εμφύλιο ως μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού. Ο αγαπημένος της Ηλέκτρας είναι αριστερός, εξορίζεται. Οι δυο κόρες αντιμετωπίζουν την προσβολή του πατέρα από τη μάνα τους, υποστηρίζοντας η μια, απέχοντας η άλλη, συμβολίζοντας τη στάση του ελληνικού λαού, την ίδια στιγμή που τη θέση αυτού που πάει στον πόλεμο υπεξαιρεί ο μελλοντικός δοσίλογος [2]. Συμβολικά, για τον εξευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, την έκπτωση των ηθών και την απεμπόληση αρχών υπό την πίεση της πείνας και των κακουχιών, λειτουργούν και οι επιλογές της Χρυσοθέμιδος.
Οι κινήσεις του μπουλουκιού επαναλαμβάνονται μέσα στα χρόνια και με μικρές παραλλαγές επαναλαμβάνεται και η δομή των γεγονότων. Άλλοτε οι διώκτες είναι οι έλληνες φασίστες και άλλοτε οι Γερμανοί, οι κακουχίες αφορούν την πείνα ή άλλοτε την εξορία και τη φυλάκιση ή την εκτέλεση. Σταθερή μένει ακόμη κι η αδυναμία να ολοκληρωθεί η παράσταση της Γκόλφως. Οι ρόλοι των ηρώων του κωμειδυλλίου γίνονται η ζωή των πρωταγωνιστών της ταινίας, όπως δείχνει η σκηνή της ανάκρισης του θιάσου από τους Γερμανούς. Κάθε φορά η παράσταση διακόπτεται πριν τελειώσει, με τραγικό τρόπο κι η επόμενη επανέρχεται στο ίδιο μοτίβο. Η κόκκινη κουρτίνα της αυλαίας φθείρεται αλλά το έργο επαναλαμβάνεται. Το κόκκινο χρώμα διαπερνά την ταινία, καθώς το συναντάμε στην αυλαία, στο κασκόλ του κομμουνιστή ηθοποιού, στο αίμα των νεκρών, στις επαναστατικές σημαίες, στο ρούχο της μητέρας, που κληρονομεί η Ηλέκτρα, κρατώντας το νήμα της αφήγησης από την αρχή ως το τέλος της ταινίας.
Η ταινία διαδραματίζεται εν πολλοίς σε εσωτερικούς χώρους, τη σκηνή του θεάτρου, στημένη σε αποθήκες και καφενεία, τα δωμάτια φτηνών πανδοχείων. Στα δωμάτια παρακολουθούμε τη σχέση του ζευγαριού, την προδοσία, την εκπόρνευση της μικρής αδελφής, το θρίαμβο της ηλέκτρας μετά τη δολοφονία μητέρας και εραστή. Το εσωτερικό του βαγονιού που ταξιδεύει το μπουλούκι, φιλοξενεί την εξομολόγηση- μαρτυρία του πατέρα για τον ερχομό του στην Ελλάδα το 1922, μαρτυρία που ακολουθεί το ύφος του λαϊκού παραμυθιού. Η γιορτή της Πρωτοχρονιάς του 1946 στο ισόγειο πανδοχείου θα γίνει θέατρο αντιπαράθεσης βασιλικών και αριστερών, τελιώνοντας με την αποχώρηση των δεύτερων και κατακλυσμό της πίστας από ομόφυλα ζευγάρια μοναρχικών που λικνίζονται, τραγουδώντας «γύρνα ξανά…». Στον κλειστό χώρο των δωματίων, εξομολογείται ο άντρας της Ηλέκτρας τα βασανιστήρια της Μακρονήσου κι ο κομμουνιστής ηθοποιός καταθέτει τη δική του επαναστατική γενεαλογία ως θέση κι άποψη ζωής.
Οι εξωτερικοί χώροι λειτουργούν συνδετικά, μεταφέροντας τη δράση από μέρος σε μέρος. Αξιοποιούνται εξαιρετικά και για τις μεταβάσεις του χρόνου, στα περάσματα από το παρόν στο παρελθόν. Έξω ο θίασος συναντιέται με την Ιστορία, τα οχήματα που δηλώνουν τη Γερμανική κατοχή, τους κρεμασμένους που προοικονομούν τη δική τους σύλληψη αλλά και την Απελευθέρωση, από τους αντάρτες, την ανοιχτή συγκέντρωση με τις ελληνικές, αμερικανικές και σοβιετικές σημαίες που διαλύεται από τα όπλα των Άγγλων- αρχή του Εμφυλίου. Ο μονόλογος της Ηλέκτρας, στο ύπαιθρο, μετά το βιασμό της, συνδέει την Απελευθέρωση με τον Εμφύλιο, εξηγεί μέσω των δεκεμβριανών το πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη, δικαιολογώντας τις επιλογές του ΕΛΑΣ. Με την επανάληψη δε, της άφιξης στο σιδηροδρομικό σταθμό και της περιδιάβασης στους δρόμους της επαρχιακής πόλης, μεταφερόμαστε και χρονικά από την αρχή στο τέλος της αφηγούμενης ιστορίας, Η επανάληψη της άφιξης, το κλείσιμο της ταινίας με τη σκηνή που αντιστοιχεί στην αρχή της ιστορίας, δίνει και την αίσθηση της συνέχειας. «Φθινόπωρο του ’52 ξανάρθαμε στο Αίγιο. .. λίγοι από τους παλιούς, οι πιο πολλοί καινούριοι…»- «Φθινόπωρο του '39 ήρθαμε στο Αίγιο...» Τα πράγματα θα συνεχιστούν, η  Γκόλφω θα ξαναπαιχτεί, με όσους έχουν απομείνει κι επιμένουν.


[1] Σύγχρονος Κινηματογράφος, τ.1, Αύγουστος –Σεπτέμβριος 1975, συνέντευξη στους Μ. Δημόπουλο και Φρ. Λιάππα.
[2] Μουζακίτης Δημήτρης, Ιδεολογία και κινηματογράφος στη δεκαετία του 1970: F.F.Coppola, K. Kieslowski, Θ. Αγγελόπουλος. Μεταπτυχιακή εργασία, Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, ΕΚΠΑ, σελ. 175

1 σχόλιο:

  1. πολλά μπράβο για τη δουλειά σας. με γλυτώσατε από πολλές ώρες αναζήτησης με τις πληροφορίες που έχετε αναρτήσει

    ΑπάντησηΔιαγραφή