Σημειωματάριο για τον Εμφύλιο και τον Κινηματογράφο

Περιηγηθείτε στις σελίδες του για να βρείτε

- ταινίες που αναφέρονται στον ελληνικό Εμφύλιο (1946-1949)

- κριτικές παρουσιάσεις των ταινιών

- συνεντεύξεις των σκηνοθετών και άρθρα για το έργο τους

- στοιχεία για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, από το 1906 μέχρι σήμερα

- κείμενα για τη σχέση Ιστορίας και Κινηματογράφου

- αναφορές στη διαδικασία παραγωγής μιας ταινίας και τους παράγοντες που διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα


- βιβλιογραφία για τον Εμφύλιο, για τον ελληνικό κινηματογράφο, για την αξιοποίηση των φιλμ μυθοπλασίας ή τεκμηρίωσης στη διδασκαλία της Ιστορίας

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Ξυπόλυτο Τάγμα (1954) Τάλας Γκρεγκ

Δείτε την ταινία


Σκηνοθεσία: Γκρέγκ Τάλλας 
Είδος: μεγάλου μήκους, περιπέτεια, κοινωνική
Μύθος-Ιδέα: Γκρέγκ Τάλλας & Νίκος Κατσιώτης
Σενάριο: Νίκος Κατσιώτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Οπερατέρ: Μιχαήλ Γαζιάδης
Διάρκεια: 95΄

Σύνοψη της υπόθεσης :
Το Ξυπόλυτο Τάγμα, που γυρίστηκε το 1953, αναφέρεται σε μια αληθινή ιστορία που συνέβη στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Οι Γερμανοί αδειάζουν τα δημόσια κτίρια και τα επιτάσσουν. Ανάμεσα σε αυτά τα κτίρια είναι και αρκετά ορφανοτροφεία. Τα ορφανά πετάγονται στο δρόμο[1].
Συμμετέχουν δύο μόνο επαγγελματίες ηθοποιοί (Νίκος Φέρμας, Μαρία Κωστή) και 66 παιδιά- κομπάρσοι, στην πλειοψηφία τους τρόφιμοι ορφανοτροφείου και αναμορφωτηρίου.





Μετά το τέλος του πολέμου, στην αγορά της Θεσσαλονίκης. Ένας μικρός, ο Σταύρος, που ζει μόνος σε μια βάρκα στο λιμάνι, «συλλαμβάνεται» να κλέβει από έναν λίγο μεγαλύτερό του, έναν έφηβο, το Δημήτρη. Είναι ορφανός, οι γονείς του πέθαναν από την πείνα στην Κατοχή. Ο έφηβος συγκινείται από τη φτώχεια του κι αρχίζει να του διηγείται τη δική του ιστορία, με αρχικό κίνητρο να του αποδείξει ότι «μαγκιά» δεν είναι να ξέρεις να κλέβεις αλλά να ξέρεις πότε και γιατί το κάνεις, αν το χρειαστείς. Ξεκινά με τη γνωριμία του με το «ξυπόλητο τάγμα» μια ομάδα ορφανών παιδιών, διωγμένων από το ορφανοτροφείο, που επιβιώνουν με όποιο μέσο μπορούν και, κυρίως, με αρπαγές από τους Γερμανούς και τους Έλληνες μαυραγορίτες. Δένεται μαζί τους με όρκο στην ελευθερία και την ειρήνη και συμμετέχει στις δράσεις τους που περιλαμβάνουν μοίρασμα τροφών κι ενίσχυση των ανήμπορων συμπατριωτών τους. Εμπλέκονται, κατά τύχη, με τη φυγάδευση ενός αμερικανού πιλότου, που έχει ξεφύγει από τα χέρια των Ναζί με τη βοήθεια μιας κοπέλας που δουλεύει ως διερμηνέας στη γερμανική διοίκηση. Εξοικονομούν χρήματα για τις ανάγκες τους αλλά και για τη φυγάδευση του Αμερικανού κλέβοντας και πουλώντας λάδι από έναν καϊκτσή που συνεργάζεται με τους Γερμανούς. Εμφανίζεται, μάλιστα, η αστυνομία κι οι απλοί άνθρωποι της αγοράς να τους υποστηρίζουν όταν ο καϊκτσής τους ανακαλύψει και προσπαθήσει να τους πάρει πίσω τους τενεκέδες. Τα πόδια του συνεργάτη των γερμανών, με γυαλισμένα μαύρα παπούτσια διασχίζουν δρόμους, πατούν βιαστικά πλακόστρωτα, ψάχνοντας να ανακαλύψουν το τάγμα των πιτσιρικάδων, τα ξυπόλητα πόδια των οποίων έχουμε παρακολουθήσει πολλές φορές ως τώρα στην ταινία να τρέχουν να σωθούν, να βοηθήσουν πατριώτες, να εμποδίσουν το έργο των κατακτητών. Πεινασμένοι, γέροι, άρρωστοι, εξαθλιωμένοι πολίτες αρνούνται να δώσουν οποιαδήποτε πληροφορία για τον εντοπισμό των παιδιών παρά την αμοιβή που τους υπόσχεται ο καϊκτσής. Τους βρίσκει όμως μέσω ενός καραγκιοζοπαίχτη –που έχει θιγεί από τα παιδιά που μπαίνουν με «ελευθέρας» στις παραστάσεις του. Παρακολουθεί μια επιχείρησή τους και κατορθώνει να αρπάξει και να πάει στη Γκεστάπο τον πρωταγωνιστή, το Δημήτρη. Όταν, με την παρέμβαση της διερμηνέως, απελευθερώνεται ο μικρός, ο καϊκτσής τον παρακολουθεί και ανακαλύπτει το κρησφύγετο του τάγματος. Οδηγεί εκεί τους Γερμανούς κι ανακαλύπτει τη συνεργασία των παιδιών με τη διερμηνέα. Παλεύοντας με το μικρό πρωταγωνιστή για έναν τενεκέ λάδι, χάνει την ισορροπία του και σκοτώνεται, πέφτοντας από ύψος στα πόδια των Γερμανών. Πριν ξεψυχήσει προδίδει τη διερμηνέα. Όπως μαθαίνουμε από το στόμα του έφηβου πια πρωταγωνιστή, η κοπέλα εκτελείται από τους κατακτητές, ενώ ο Αμερικανός διασώθηκε και φυγαδεύτηκε. Η ταινία κλείνει με φόντο το Ορφανοτροφείο που φιλοξενεί τώρα τα παιδιά, κάποια εκ των οποίων έχουν πια αναλάβει –ως επαγγελματίες- τη φροντίδα και τη διδασκαλία των νεότερων. Πολλά εξωτερικά γυρίσματα μέσα στην πόλη εντείνουν την αληθοφάνεια της ταινίας, δίνοντάς της το χαρακτήρα ντοκουμέντου για τη μεταπολεμική Ελλάδα. Αναδεικνύονται, επίσης, στην ταινία οι συνθήκες ζωής: η φτώχεια, η εξαθλίωση, η έλλειψη οργανωμένης φροντίδας για τα θύματα του πολέμου. Οι συνεργάτες των γερμανών σκιαγραφούνται με μελανά χρώματα, ενώ ιδιαίτερο βάρος δίνεται στην ομόψυχη αντίσταση των Ελλήνων και στην αυθόρμητα αλληλέγγυα στάση κατά των κατακτητών. Η δράση των παιδιών, με χαρακτηριστικά «Ρομπέν των δασών», δεν αποσκοπεί μόνο στη δική τους επιβίωση αλλά συμπεριλαμβάνει τη στήριξη άλλων φτωχών κι ανήμπορων καθώς και αντιστασιακή δράση. Η παρανομία κι η δολιοφθορά δικαιώνονται καθώς αξιοποιούνται για την επιβίωση αδικημένων, την αντίσταση στον εχθρό και τους συνεργάτες του, την υποστήριξη των φίλων και συμμάχων. Η συγκεκριμένη ταινία δεν αναφέρεται ευθέως στον Εμφύλιο και την «ειρήνευση» που επιβάλλεται με την υπόδειξη και τη βοήθεια των Αμερικανών, παρά το ότι χρονικά φαίνεται να κινείται στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Ενδιαφέρον στοιχείο για την παρούσα εργασία αποτελεί η εθνικότητα του κρυμμένου στρατιώτη. Δεν είναι Άγγλος, όπως θα περίμενε κανείς, μιας κι αυτοί ήταν κυρίως στην Ελλάδα. Είναι Αμερικανός, δηλαδή προέρχεται από τη χώρα που θα αναλάβει «υπό την προστασία» της την Ελλάδα αμέσως μετά τον πόλεμο και που θα συνδράμει με κάθε μέσο στη νίκη του κυβερνητικού στρατού κατά των «κομμουνιστοσυμμοριτών», στον Εμφύλιο. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Άγγλοι στρατιώτες που δραστηριοποιήθηκαν στον ελλαδικό χώρο στη διάρκεια της Κατοχής δεν ξεπερνούσαν τις λίγες εκατοντάδες, οι Αμερικανοί ήταν ελάχιστοι –ή ανύπαρκτοι- κι όμως πολύ συχνά συναντούμε, κυρίως τους πρώτους, σε ελληνικές ταινίες αναφερόμενες στην περίοδο αυτή. Αντίθετα, δε συναντάμε παρά σπάνια έλληνες αντιστασιακούς που να δρουν αυτόνομα από τους Συμμάχους και φυσικά ποτέ δεν έχουμε –ως τουλάχιστον τις ταινίες της μεταπολίτευσης- αναφορά στο ΕΑΜ ή τον ΕΛΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου