Σημειωματάριο για τον Εμφύλιο και τον Κινηματογράφο

Περιηγηθείτε στις σελίδες του για να βρείτε

- ταινίες που αναφέρονται στον ελληνικό Εμφύλιο (1946-1949)

- κριτικές παρουσιάσεις των ταινιών

- συνεντεύξεις των σκηνοθετών και άρθρα για το έργο τους

- στοιχεία για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, από το 1906 μέχρι σήμερα

- κείμενα για τη σχέση Ιστορίας και Κινηματογράφου

- αναφορές στη διαδικασία παραγωγής μιας ταινίας και τους παράγοντες που διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα


- βιβλιογραφία για τον Εμφύλιο, για τον ελληνικό κινηματογράφο, για την αξιοποίηση των φιλμ μυθοπλασίας ή τεκμηρίωσης στη διδασκαλία της Ιστορίας

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Μακρόνησος, 2008, Εύα Καραμπάτσου, Ηλ. Γιαννακάκης


Δείτε σκηνές από την ταινία


Σκηνοθεσία -Σενάριο: Ηλίας Γιαννακάκης, Εύη Καραμπάτσου
Είδος:ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Claudio Bolivar
Μοντάζ: Πάνος Βουτσαράς
Ήχος: Φάνης Καραγιώργος
Παραγωγός: Ηλίας Γιαννακάκης
Παραγωγή: ΕΡΤ AE, Ελλάδα, με την ενίσχυση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου 
Διάρκεια: 90΄ 

Σύνοψη υπόθεσης[1]
Κατά την διάρκεια της περιόδου 1947-52, ένα πρωτοποριακό πείραμα διεξαγόταν λίγο έξω από την Αθήνα. Σκοπός του πειράματος, η αναμόρφωση των αριστερών· τόπος διεξαγωγής, το ερημονήσι της Μακρονήσου. Περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι υπέφεραν στο «Εθνικό Αναμορφωτήριο». Πολλοί από αυτούς πέθαναν ή έχασαν τα λογικά τους. Άλλοι αρνήθηκαν τα πιστεύω τους ενώ κάποιοι έγιναν βασανιστές των τέως συντρόφων τους. Πολλοί από τους επιζώντες βρίσκονται εν ζωή, όπως και αρκετοί από το αντίπαλο στρατόπεδο. Πρόσωπα και από τις δύο πλευρές του ιστορικού αυτού δράματος αποτελούν τους 4 βασικούς χαρακτήρες του ντοκιμαντέρ. 

[1] http://tdf.filmfestival.gr/default.aspx?lang=el-GR&loc=3&page=697&SectionID=9&MovieID=73


Το 2008 οι Εύα Καραμπάτσου και Ηλίας Γιαννακάκης παρουσιάζουν τη Μακρόνησο, ένα ανθρωποκεντρικό ντοκιμαντέρ[1], όπως το χαρακτηρίζουν οι ίδιοι οι δημιουργοί, διευκρινίζοντας ότι στους στόχους τους δεν περιλαμβανόταν η κριτική ή η καταδίκη των προσώπων και των πραγμάτων  του Εμφυλίου.
Η ταινία διαρθρώνεται σε τρία επίπεδα: καταρχήν παρατίθενται εικόνες αρχείου –οι βασιλείς, το στρατόπεδο «αναμόρφωσης», γιορτές κλπ- ενώ σε ανάγνωση off ακούγονται επιστολές κρατουμένων προς τις οικογένειές τους. Αντιστικτική χαρακτηρίζει ο Δ. Δανίκας[2] τη σύνθεση αυτή στην οποία αποδίδει την κλιμακούμενη αλλά λιτή πρόκληση συναισθηματικής φόρτισης. Σε δεύτερο επίπεδο, καταγράφονται οι μαρτυρίες προσώπων που πέρασαν από τον «Νέο Παρθενώνα», κυρίως προσωπικοτήτων του καλλιτεχνικού και επιστημονικού χώρου. Τέλος, τα πρόσωπα αυτά μιλούν «παράλληλα» με το διοικητή της Μακρονήσου, Παναγιώτη Σκαλούμπακα, ο οποίος παρουσιάζει τη δική του εκδοχή τω πραγμάτων. Μάλιστα, οι δύο πλευρές μιλούν σε αντιπαράθεση μέσω video, σχολιάζοντας τις απόψεις των άλλων. Τέλος, καταγράφεται και η επίσκεψη των πρώην κρατουμένων στο νησί κι η συνομιλία τους με μια οικογένεια, που από τα χρόνια του «κολαστηρίου» ζει εκεί μόνιμα.
Οι πρώην κρατούμενοι σχολιάζουν, προσθέτοντας ανατριχιαστικά στοιχεία, περιγράφοντας τη φρίκη όσων έζησαν, όσα καλύπτονται πίσω από τις «καλοβαλμένες» φωτογραφίες και το λόγο των Επικαίρων. Οι αφηγήσεις είναι συχνά συγκινητικές, «χωρίς να εκβιάζουν το δάκρυ» γράφει ο Ι. Ζουμπουλάκης[3]. Η χρονική απόσταση από τα γεγονότα επιτρέπει την αποστασιοποιημένη αφήγηση που σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στην αφήγηση της Αλ. Παϊζη, μοιάζει απόσπασμα θεατρικού κι όχι προσωπική μαρτυρία, αφήνοντας χώρο σε μια σχεδόν «χαριτωμένη» διάθεση. Τα πρόσωπα των οποίων οι εμπειρίες καταγράφονται  κράτησαν  διαφορετική στάση τότε: άλλοι άντεξαν, άλλοι υπέγραψαν και δικαιολογούν και τώρα την επιλογή τους αυτή, διαχωρίζοντας την υποχώρηση στο φόβο από τις ιδέες τους.  Άλλοι έφτασαν –χρόνια μετά- να λυπηθούν και να συντρέξουν πρώην βασανιστές τους που τότε θα σκότωναν χωρίς τύψεις.
Η στάση των κρατουμένων, η υπογραφή και το σπάσιμο ή η φυγή προς την τρέλα ή η αντοχή μέχρι τέλους σχολιάζεται ποικιλοτρόπως. Άλλοτε δικαιολογείται η μια στάση, άλλοτε εκθειάζεται η άλλη. Διατυπώνεται η άποψη (Γ. Φαρσακίδης στην ταινία) ότι «οι παράγοντες που θα συνεργήσουν για να είσαι ή από τη μια ή από την άλλη μεριά δεν είναι καθόλου σταθεροί […]εκείνος που δεν άντεξε μπορούσε κάλλιστα να είναι στη θέση σου και συ να είσαι στη δική του». Παράλληλα, από επιστολή του Γ. Γιαννόπουλου ακούγεται η φράση «αν επιζήσω θα μπορώ να γράφω για την ανθρώπινη αδυναμία… για το μεγαλείο αυτής της αδυναμίας… να φοβάσαι πολύ κι όμως να αντιστέκεσαι».
Δίπλα στους πρώην κρατούμενους, ο διοικητής Σκαλούμπακας, γέρος και απόστρατος πια, δείχνει αρχικά άκακος, σχεδόν γραφικός. Οι σκηνοθέτες υποστηρίζουν πως τον προσέγγισαν με σεβασμό κι ότι ανάλογα ανταποκρίθηκε κι αυτός[4]. Γρήγορα, η αντιπαράθεση του λόγου του με αυτόν των θυμάτων του αποκαλύπτει τα τερατουργήματα που ο ίδιος παρουσιάζει ως «περιορισμένη και αναγκαστική βία» που συμβαίνει γενικά σε «ανώμαλες εποχές». Το προσωπείο του υπηρέτη της πατρίδας καταρρίπτεται και γίνεται φανερό πως πρόκειται για άνθρωπο που πρωτοστάτησε στις εξοντώσεις, φροντίζοντας να δημιουργήσει κι ολόκληρη «αυλή» γύρω του ενώ δεν διστάζει να παραποιήσει στοιχεία σχετικά με αριθμό θυμάτων κλπ. Παράλληλα, παρουσιάζονται στοιχεία για τη δράση άλλων βασανιστών και αξιωματικών στο «καθαρτήριο», από τους οποίους μόνο ένας φέρεται να μετανόησε για τις πράξεις του.
Εκτός των κεντρικών αυτών προσώπων, κατά την επίσκεψη στη Μακρόνησο, μιλούν και οι «μόνιμοι» κάτοικοι του νησιού. Λένε πως δεν γνωρίζουν αν ισχύουν όσα ακούγονται για βασανιστήρια και θανατώσεις. Το ενδιαφέρον δε, είναι πως κατηγορηματικότερες εμφανίζονται οι απόψεις του γιου της οικογένειας, ο οποίος τότε είχε μόλις γεννηθεί.  Οι αναφορές του για το στρατόπεδο είναι ανατριχιαστικά βλάσφημες: οργανωμένες αθλοπαιδιές, χορωδίες, γυμναστική, ήταν ό,τι έπεσε στην αντίληψή αυτού και της μητέρας του από το κολαστήριο που εξόντωσε χιλιάδες ανθρώπους, σωματικά, ψυχικά και ηθικά. Αξίζει να σημειωθεί πως ο πατέρας –που έχει εγκαταλείψει την οικογένεια εκεί- υπήρξε στρατιώτης στη Μακρόνησο, κατηγορούμενος για φιλοκομμουνιστικές τάσεις.
Όπως παρατηρεί η Μ. Κατσουνάκη: «Το ντοκιμαντέρ «ανοίγει» θέματα. Μέσα από την αντιπαράθεση, τις συγκλονιστικές μαρτυρίες, που, παρά το ψύχραιμο (με την απόσταση των χρόνων πλέον) ύφος των αφηγητών, προκαλούν φρίκη και απορία, ανακύπτουν παράπλευρα ερωτήματα: Πώς μετριέται η απώλεια; Τι σημαίνει νίκη και τι ήττα; Πώς έχει διαμορφωθεί πέντε δεκαετίες αργότερα η σχέση θύματος – βασανιστή;» Πώς απαντώνται τα ερωτήματα αυτά στην ταινία; Η προσπάθεια για την ανάδειξη του ανθρώπινου στοιχείου, η αποψίλωση από πολιτικά επιχειρήματα κάνει τις απαντήσεις αδύναμες. Για κάποιον που δε γνωρίζει την Ιστορία, η ταινία μοιάζει σα σχόλιο στην ανθρώπινη φύση, αποδίδοντας στο τυχαίο, επιλογές που καθορίζουν τη μοίρα των ανθρώπων. Η Μακρόνησος μπορεί, λοιπόν, να αποδοθεί στην παράνοια ή την απανθρωπιά των τότε πολιτικών και στρατιωτικών αρχηγών; Η ιδεολογία, οι στόχοι, οι πολιτικές θέσεις που εκπροσωπούσαν οι μεν και οι δε, απουσιάζουν. Απουσιάζει, επίσης, η προσπάθεια ερμηνείας του ρόλου του «Εθνικού Αναμορφωτηρίου», τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε μοναδικό και πρωτότυπο «πείραμα», αλλά και τότε –στη Μαλαισία, στην Κορέα κ.α.- και σήμερα –Γουαντανάμο, Αμπού Γκράιμπ- δυστυχώς υφίστανται τέτοια απάνθρωπα κολαστήρια. Από την άποψη αυτή καταλογίζεται από κριτικούς[5] ως αδυναμία της ταινίας αυτή η ανθρωποκεντρική προσέγγιση που επικαλείται, καθώς μοιάζει να λειτουργεί περιοριστικά ή να αποκρύπτει σημαντικές πτυχές του ζητήματος.



[1] Συνέντευξη των σκηνοθετών, «Δεν είμαστε κριτές της «Μακρονήσου» εφημ. ΕΘΝΟΣ, 6/4/2009
[2] Δ. Δανίκας, εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 09/04/2009
[3] Ι. Ζουμπουλάκης, εφημ ΤΟ ΒΗΜΑ, 09/04/2009
[4] Συνέντευξη των σκηνοθετών στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12/04/2009
[5] Κ. Τερζης, εφημ. ΑΥΓΗ, 09/04/2009 και Κ. Σταματόπουλος, εφημ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 12/04/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου